Περίεργη χώρα: όλο κάποιος την προδίδει. Πριν ήταν ο Αλέξης Τσίπρας, που επικρίθηκε κυρίως εκ δεξιών ότι με τη Συμφωνία των Πρεσπών πούλησε τη Μακεδονία. Τώρα είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που επικρίνεται και εκ δεξιών και εξ αριστερών ότι με τις «Πρέσπες του Αιγαίου» ετοιμάζεται να πουλήσει το Καστελλόριζο. Στην πραγματικότητα, τίποτα από τα δύο δεν συμβαίνει. Ο πρώην πρωθυπουργός έκλεισε με έναν «έντιμο συμβιβασμό» μια εκκρεμότητα που προκαλούσε ένταση στην περιοχή μας και εξέθετε για δεκαετίες τη χώρα στο εξωτερικό. Ο προσφάτως αναβαπτισθείς έλληνας Πρωθυπουργός θα εξετάσει το ενδεχόμενο να έλθει σε έναν «έντιμο συμβιβασμό» με τον επίσης προσφάτως αναβαπτισθέντα τούρκο πρόεδρο, ώστε να παραπεμφθεί η «μία και μόνη διαφορά» μας στη Χάγη και να σταματήσει μια ιλιγγιώδης κούρσα εξοπλισμών που προκαλεί αιμορραγία στις δύο οικονομίες. Ετσι λειτουργούσε πάντα η διπλωματία: με διάλογο (φανερό ή μυστικό), κόκκινες γραμμές (αμετακίνητες ή ρευστές) και αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Την τελευταία αυτή λέξη δεν δίστασε να την προφέρει και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε πρόσφατη συνέντευξή του. Κι αν το ακριβές της περιεχόμενο δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί, μπορεί κανείς να διατυπώσει ορισμένες βάσιμες υποθέσεις. Η Ελλάδα δεν συζητά ασφαλώς εκχώρηση της κυριαρχίας της. Οπως επισημαίνει όμως ο καθηγητής Π.Κ. Ιωακειμίδης στο μίνι αφιέρωμα που ακολουθεί, μπορεί να προβεί σε υποχωρήσεις στη «δυνητική» της κυριαρχία, δηλαδή στην καθολική επέκταση των χωρικών υδάτων σε 12 ναυτικά μίλια σε όλο το Αιγαίο. Μια τέτοια κίνηση, που θα μετέτρεπε ουσιαστικά το Αιγαίο σε ελληνική λίμνη, αποτελεί casus belli για την Τουρκία, αλλά είχε απορριφθεί και από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή το 1978 ενώπιον του Μπουλέντ Ετζεβίτ.
Αν λοιπόν υπάρξει μια συμφωνία για μια διαφοροποιημένη επέκταση των χωρικών υδάτων (που θα συνοδεύεται και από τη λήξη της ιδιομορφίας να είναι ο ελληνικός εναέριος χώρος κατά 4 ναυτικά μίλια μεγαλύτερος των χωρικών υδάτων, κάτι που με τη σειρά του αναμένεται να οδηγήσει στο τέλος των τουρκικών παραβιάσεων), θα ανοίξει ο δρόμος για τη σύναψη ενός συνυποσχετικού που θα προβλέπει την παραπομπή της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στη Χάγη. Για να συμβεί αυτό, γράφει ο καθηγητής Ηρακλής Μήλλας, η Ελλάδα θα πρέπει να υπαναχωρήσει από την πλήρη επήρεια ορισμένων νησιών της (το έκανε ήδη με την Ιταλία και την Αίγυπτο) και η Τουρκία θα πρέπει με τη σειρά της να κάνει πίσω στο θέμα των «γκρίζων ζωνών».
Το αντέχουν οι δύο χώρες; Σε ό,τι αφορά την Τουρκία, αυτό εξαρτάται αποκλειστικά από τον πρόεδρο Ερντογάν, που πιέζεται τόσο από τον πρόεδρο Μπάιντεν και την ΕΕ όσο κι από την κατάσταση της οικονομίας του να κλείσει ανοιχτά μέτωπα. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η όποια πρόοδος θα εξαρτηθεί και από το πολιτικό κόστος που είναι διατεθειμένος να πληρώσει ο Πρωθυπουργός. Σύμφωνα με τον καθηγητή Χαράλαμπο Τσαρδανίδη, πάντως, η συναίνεση δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε χρήσιμη, αφού η έκθεση των διπλωματικών χειρισμών μιας κυβέρνησης σε διαβουλεύσεις και δημόσιο διάλογο μπορεί να τους υπονομεύσει.
Ενα διόλου αμελητέο εμπόδιο στον ελληνοτουρκικό διάλογο είναι χωρίς αμφιβολία η συνεχιζόμενη κατοχή της βόρειας Κύπρου. Η δήλωση που επανέλαβε μόλις προχθές ο Ερντογάν από την κατεχόμενη Τύμπου για «λύση δύο ισότιμων κρατών» δεν βοηθάει, όπως δεν βοηθάει και η φιλολογία που επανέρχεται κάθε τόσο από την ελληνική πλευρά για μελλοντική σύνδεση των ΑΟΖ της Ελλάδας και της Κύπρου. Από την άλλη πλευρά, ο διάλογος ανάμεσα στην Αθήνα και την Αγκυρα δεν μπορεί να είναι «όμηρος» ενός προβλήματος για το οποίο υπήρξαν ευκαιρίες επίλυσης στο παρελθόν και οι ευκαιρίες αυτές δεν αξιοποιήθηκαν με ευθύνη όχι μόνο της τουρκοκυπριακής πλευράς.
Οι λέξεις έχουν σημασία, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Παναγιώτης Τσάκωνας. Κρύβουν παγίδες, αλλά δημιουργούν και ελπίδες. Οι ηγέτες της Ελλάδας και της Τουρκίας έχουν την ευκαιρία να γράψουν ιστορία. Αλλά θα πρέπει να εγκαταλείψουν την ιδέα ότι η μία χώρα θα επιβάλει τη θέλησή της στην άλλη.