Το Κυπριακό έχει κεντρική θέση στην ελληνοτουρκική ατζέντα τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 – ο ρόλος των εγγυητριών δυνάμεων, άλλωστε, που συναποδέχθηκαν Ελλάδα και Τουρκία σχεδόν αναγκαστικά επηρεάζει τις σχέσεις που διαμορφώνονται από τότε εκατέρωθεν του Αιγαίου. Η τουρκική εισβολή του 1974 και η συνεχιζόμενη παράνομη διχοτόμηση της νήσου είναι ένα εμπόδιο που σε Αθήνα και Αγκυρα θα εθελοτυφλούσαν εάν θεωρούσαν ότι μπορούν να το υπερβούν, ενώ αυτό εξακολουθεί να ορθώνεται μπροστά τους.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ωστόσο, στη νέα προσπάθειά του να ξαναβρεί τον δρόμο προς τη Δύση, φαίνεται πως επενδύει σε μια νέα τακτική που διαχωρίζει την Αθήνα από τη Λευκωσία. Ενδεχομένως οι προκλήσεις και οι λεονταρισμοί του τούρκου προέδρου από τα Κατεχόμενα να απευθύνονται στο εσωτερικό ακροατήριο, ως αντίβαρο στις κινήσεις επαναπροσέγγισης – ειλικρινείς ή μη – της Αγκυρας με την Αθήνα που προκαλούν και δοκιμάζουν τον τουρκικό εθνικισμό. Γνωρίζει καλά όμως ότι η μεταφορά ενός «πολεμικού» σκηνικού από το Αιγαίο στην Κύπρο όχι μόνο θα συνεχίσει να δηλητηριάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά θα ενισχύσει την επιφυλακτικότητα της Αθήνας, ναρκοθετώντας και κάθε σχεδιασμό για «ήρεμα νερά» ευρύτερα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Επίσης, αντιλαμβάνεται ότι η πλήρης ένταξη της Κύπρου στην ευρωπαϊκή οικογένεια αποτελεί έναν μεγάλο σταθμό που δεν αφορά μόνο το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά συνδέεται ευθέως και με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Πέρα από τις καλές προθέσεις για νέα εποχή στα ελληνοτουρκικά, σε Αθήνα και Λευκωσία κατανοούν ότι η προσπάθεια θα μείνει ημιτελής με την πληγή του Κυπριακού ανοικτή.