Ποιο είναι το μέλλον της παγκοσμιοποίησης; Εχει ανατείλει ένας μετα-Δυτικός κόσμος που ανταγωνίζεται με ίσους όρους τη Δύση; Πώς ο πόλεμος στην Ουκρανία επηρεάζει τον συσχετισμό δυνάμεων στο διεθνές σύστημα; Πόσο πιθανός είναι ένας πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας; Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ειρηνική διαχείριση του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού των δύο αυτών κολοσσών; Μπορούν ανατρεπτικές τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, να αποσταθεροποιήσουν τη στρατηγική ισορροπία; Ποιο είναι το μέλλον του καθεστώτος μη διασποράς των πυρηνικών όπλων; Είναι εφικτή η παγκόσμια συνεργασία για την περιβαλλοντική βιωσιμότητα του πλανήτη;
Αυτά ήταν μερικά από τα ερωτήματα που απασχόλησαν το ενδέκατο παγκόσμιο φόρουμ ειρήνης (world peace forum), το σημαντικότερο γεωπολιτικό συνέδριο της Κίνας, που οργάνωσε το κορυφαίο κινεζικό Πανεπιστήμιο Τσίνγκουα στις αρχές Ιουλίου στο Πεκίνο. Στο συνέδριο συμμετείχαν υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι και πρέσβεις (εν ενέργεια και πρώην), αναλυτές από think tank και πανεπιστημιακοί από πολλές χώρες. Τέτοιου είδους συναντήσεις προσφέρονται για παρασκηνιακή διπλωματία μεταξύ των συμμετεχόντων, όπου φλέγοντα ζητήματα διεθνούς πολιτικής συζητούνται ανεπίσημα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει σύγκλιση συμφερόντων.
Στο συνέδριο έκανε την πρώτη διεθνή εμφάνισή του ο νέος αντιπρόεδρος της Κίνας Χαν Ζενγκ, ο οποίος εμφανίστηκε ως υπέρμαχος της παγκοσμιοποίησης και της πολυμερούς διπλωματίας ενώ κατηγόρησε τις ΗΠΑ για τις πολιτικές οικονομικής απαγκίστρωσης και προστατευτισμού που έχουν υιοθετήσει απέναντι στην Κίνα. Αυτές οι πολιτικές, σύμφωνα με τον κινέζο αντιπρόεδρο, θέτουν σε κίνδυνο την οικονομική ανάπτυξη και σταθερότητα του πλανήτη.
Στην εισήγησή της η τέως πρόεδρος της Βραζιλίας Ντίλμα Ρούσεφ και νυν πρόεδρος της New Development Bank αναφέρθηκε στις δομικές μεταβολές ισχύος στο παγκόσμιο σύστημα με την ανάδειξη νέων πόλων οικονομικής ισχύος που εκφράζονται από την ομάδα χωρών της Κίνας, Ινδίας, Ρωσίας, Βραζιλίας και Νοτίου Αφρικής, γνωστής με το ακρωνύμιο BRICS. Η αλλαγή στον οικονομικό συσχετισμό δυνάμεων δείχνει ότι η Δύση έχει χάσει την πρωτοκαθεδρία της: Το 1992 οι επτά ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη (G-7) ήλεγχαν πάνω από το 40% του πλούτου του πλανήτη με όρους αγοραστικής δύναμης ενώ οι χώρες των BRICS το 18%. Σήμερα η ομάδα χωρών της ομάδας BRICS ελέγχουν άνω του 30% ενώ οι επτά πιο αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη (G-7) κάτω του 30%. Η ομάδα χωρών των BRICS φαίνεται να αποτελεί μαγνήτη αφού έχουν δείξει ενδιαφέρον να ενταχθούν σε αυτήν είκοσι τέσσερις χώρες μεταξύ των οποίων η Ινδονησία, το Μεξικό, η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και η Νιγηρία. Υπάρχει μεγάλη προσμονή για την επόμενη συνδιάσκεψη των BRICS που θα γίνει τον ερχόμενο μήνα στη Νότιο Αφρική, όπου αναμένεται να αποφασιστεί ποιες από τις υποψήφιες χώρες θα γίνουν δεκτές.
Το θέμα που κυριάρχησε στο φόρουμ ήταν οι τεταμένες σινοαμερικανικές σχέσεις που βρίσκονται σήμερα σε επίπεδα ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης. Οι ΗΠΑ θεωρούν ότι η Κίνα θέλει να γίνει περιφερειακός ηγεμόνας στη ραγδαία αναπτυσσόμενη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας, τον Δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό και μετά παγκόσμιος ηγεμόνας εκτοπίζοντάς τες από την πρωτοκαθεδρία του διεθνούς συστήματος. Η Κίνα από την πλευρά της υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ θέλουν να εκτροχιάσουν την ανοδική της τροχιά, να την καθηλώσουν οικονομικά και τεχνολογικά, να αλλάξουν το πολιτικό της σύστημα, να την περικυκλώσουν, και τελικά να τη διαλύσουν, όπως έκαναν με τη Σοβιετική Ενωση. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται να υπάρχει πλήρης σύγκρουση συμφερόντων. Στη δική μου εισήγηση αναφέρθηκα στη δυνατότητα διαχείρισης αυτού του ανταγωνισμού αντλώντας μαθήματα από τον Ψυχρό Πόλεμο (1947 – 1991). Διαπίστωσα ότι παρά τη διάχυτη ευφορία και ρητορική για την έλευση ενός πολυπολικού κόσμου στο διεθνές σύστημα έχουν δημιουργηθεί δύο βασικοί γεωπολιτικοί πόλοι, όπως ακριβώς και στον Ψυχρό Πόλεμο. Από τη μια πλευρά η ωκεάνια συμμαχία της οποίας ηγούνται οι ΗΠΑ και συμμετέχουν η Ευρώπη και χώρες του Ειρηνικού, όπως η Ιαπωνία και η Αυστραλία. Από την άλλη, η ηπειρωτική συμμαχία της Κίνας, με τη Ρωσία, το Ιράν, και μικρότερες χώρες όπως το Πακιστάν, η Καμπότζη και η Μαλαισία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιούργησε μια νέα γεωπολιτική δυναμική στις σχέσεις Κίνας – Ρωσίας, όπου πλέον η Κίνα έχει το πάνω χέρι, όχι μόνο επειδή η οικονομία της είναι δέκα φορές μεγαλύτερη από αυτή της Ρωσίας, αλλά γιατί η Ρωσία είναι πλέον απομονωμένη από τη Δύση και εξαρτάται από την Κίνα. Η άτυπη συμμαχία Κίνας – Ρωσίας αποτελεί μαγνήτη για πολλές χώρες, όπως είναι οι χώρες τις Κεντρικής Ασίας, ενώ φέρνει σε δύσκολη θέση χώρες όπως η Ινδία, το Λάος και το Βιετνάμ που παλαιότερα χρησιμοποιούσαν τη Ρωσία ως αντίβαρο στην Κίνα. Ορισμένοι πιστεύουν ότι σε ένα τόσο συγκρουσιακό γεωπολιτικό περιβάλλον ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος με δεδομένο ότι η κυρίαρχη δύναμη στο διεθνές σύστημα (ΗΠΑ) έχει κίνητρο να κάνει προληπτικό πόλεμο ενάντια στην ανερχόμενη δύναμη (Κίνα). Αλλοι πάλι πιστεύουν ότι η Κίνα έχει κίνητρο να ξεκινήσει πόλεμο ενάντια στις ΗΠΑ όσο βρίσκεται σε ανοδική τροχιά πριν επέλθει η αναπόφευκτη πτώση που πολλοί αναλυτές στην Ουάσιγκτον τοποθετούν σε ορίζοντα πενταετίας. Και τα δύο επιχειρήματα είναι πάντως έωλα γιατί παραγνωρίζουν την ύπαρξη πυρηνικών οπλοστασίων που κάνουν τον πόλεμο ως στρατηγική επιλογή απαγορευτικό. Αυτό βέβαια δεν αποκλείει ακούσια κλιμάκωση ή πόλεμο από ατύχημα.
Πώς μπορεί λοιπόν να γίνει διαχείριση του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού χωρίς να ξεσπάσει πόλεμος; Αυτό το πρόβλημα αντιμετώπισαν οι δύο υπερδυνάμεις μετά την κρίση της Κούβας το 1962, όταν έφθασαν κοντά στον πυρηνικό όλεθρο. Τότε έγιναν μια σειρά διευθετήσεις και συνεννοήσεις που μπορεί να αποτελέσουν οδηγό για τη σημερινή διαχείριση του ανταγωνισμού.
Συγκεκριμένα, για να περιοριστούν επικίνδυνες «παρανοήσεις» πρέπει οι ΗΠΑ και η Κίνα να αποκτήσουν μια «αμοιβαία κατανόηση» για το τι θεωρούν αιτία πολέμου στις μεταξύ τους σχέσεις. Αυτό προϋποθέτει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας είτε τυπικά είτε άτυπα (μέσω παρασκηνιακής διπλωματίας). Για παράδειγμα για τις ΗΠΑ κόκκινη γραμμή θα ήταν η βίαιη προσάρτηση της Ταϊβάν. Για την Κίνα κόκκινη γραμμή θα ήταν η υποστήριξη των ΗΠΑ σε διακήρυξη ανεξαρτησίας της Ταϊβάν.
Για να αποφευχθεί ακούσια κλιμάκωση σε πυρηνικό πόλεμο θα πρέπει επίσης να δημιουργηθεί κατανόηση για το τι συνιστά προετοιμασία για πυρηνικό πρώτο πλήγμα. Για παράδειγμα, κυβερνοεπιθέσεις σε κρίσιμες υποδομές ή επιθέσεις στα δορυφορικά συστήματα επόπτευσης της άλλης πλευράς (τύφλωση) είναι εύλογο να θεωρηθούν ως προετοιμασία πραγματοποίησης πρώτου πλήγματος. Αυτό θα δημιουργήσει πίεση για προληπτική επίθεση, πράγμα που είναι εξαιρετικά αποσταθεροποιητικό ειδικά σε περίοδο κρίσης. Αρα πρέπει να γίνει αμοιβαία κατανοητό ότι τέτοιες επιθέσεις αποτελούν κόκκινη γραμμή, που είναι προς το συμφέρον και των δύο πλευρών να μην παραβιαστεί, γιατί ενδέχεται να ανοίξει το κουτί της Πανδώρας.
Δεν πρέπει να τρέφουμε φρούδες ελπίδες για την ικανότητα των δύο ανταγωνιστών να υιοθετήσουν κανόνες συμπεριφοράς και να συνάψουν συμφωνίες που ρυθμίζουν συνολικά το πλαίσιο του γεωπολιτικού, οικονομικού και τεχνολογικού ανταγωνισμού τους. Ενας τέτοιος «οδικός χάρτης» δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί, αφού δεν υπάρχει εμπιστοσύνη ότι οι μεταξύ τους συμφωνίες θα τηρηθούν ούτε είναι εύκολη η επαλήθευση των συμφωνηθέντων. Οι δύο ανταγωνιστές όμως θα είχαν κάθε συμφέρον να επιδιώξουν κάποιους αμοιβαία επωφελείς στρατιωτικούς περιορισμούς για να αποφύγουν τα ατυχήματα. Για παράδειγμα, μια συμφωνία αποφυγής ναυτικών ατυχημάτων, αντίστοιχη με αυτή που υπέγραψαν το 1972 οι ΗΠΑ με τη Σοβιετική Ενωση, θα μπορούσε να αποτρέψει ατυχήματα στη Νότια Σινική Θάλασσα ή να περιορίσει τυχόν συνέπειες αν υπάρξει ατύχημα. Η Νότια Σινική Θάλασσα είναι πεδίο καθημερινού αεροναυτικού ανταγωνισμού, οπότε το να συμβεί σοβαρό ατύχημα είναι θέμα χρόνου: οι ΗΠΑ διεξάγουν συχνά επιχειρήσεις θαλάσσιας διέλευσης για να επιβεβαιώσουν εμπράκτως το δικαίωμα πρόσβασης και πλεύσης στα διεθνή ύδατα της περιοχής, πράγμα που τις φέρνει σε αντιπαράθεση με την Κίνα που θεωρεί ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν τέτοιο δικαίωμα στη συγκεκριμένη περιοχή.
Οι δύο ανταγωνιστές θα είχαν επίσης κάθε κίνητρο να θέσουν ένα πλαίσιο χρήσης των αυτόνομων οπλικών συστημάτων και της τεχνητής νοημοσύνης. Σε κάθε διαδικασία χρήσης στρατιωτικής ισχύος θα πρέπει να συμφωνηθεί ότι θα εμπλέκεται ανθρώπινος λήπτης αποφάσεων. Δεν θα συνέφερε σε κανέναν να προέλθει πυρηνική κλιμάκωση από ανεξέλεγκτες ενέργειες αυτόνομων αλγοριθμικά προγραμματισμένων ρομπότ. (Αθανάσιος Πλατιάς, Βασίλειος Τρίγκας, «Αποδομώντας την Παγίδα του Θουκυδίδη: Υψηλή Στρατηγική και Γεωπολιτικός Ανταγωνισμός», Αθήνα: Δίαυλος, Σεπτέμβριος 2023).
Τέλος, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι Κίνα και ΗΠΑ έχουν σε ορισμένους τομείς κοινά συμφέροντα. Για παράδειγμα, τόσο η Κίνα όσο και οι ΗΠΑ έχουν κοινά συμφέροντα σε ζητήματα όπως ο περιορισμός της διασποράς των πυρηνικών όπλων, η περιβαλλοντική βιωσιμότητα, η διαφύλαξη της δημόσιας υγείας και η χρηματοοικονομική σταθερότητα. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί η πυρηνικοποίηση της Βορείου Κορέας, που ενώ εκ πρώτης όψεως στρέφεται κατά των ΗΠΑ και των τοπικών συμμάχων τους, θα μπορούσε να οδηγήσει σε πυρηνικοποίηση της Ιαπωνίας και της Νοτίου Κορέας, πράγμα που δεν συμφέρει την Κίνα. Αρα οι δύο κολοσσοί έχουν κάθε συμφέρον να συνεργαστούν για τη διατήρηση και ενίσχυση του καθεστώτος μη διασποράς πυρηνικών όπλων, που σήμερα βρίσκεται υπό κατάρρευση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Ομοίως, η διατήρηση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας συμφέρει και τους δύο οικονομικούς κολοσσούς καθώς και η αποφυγή οικονομικών κρίσεων που θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν την οικονομική τους ευημερία και την πολιτικοκοινωνική σταθερότητα. Τέλος, τα περιβαλλοντικά προβλήματα του πλανήτη και τα ζητήματα που σχετίζονται με τη δημόσια υγεία (πανδημίες) δεν μπορούν να επιλυθούν χωρίς τη συνεργασία των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη, πράγμα που θεωρείται προαπαιτούμενο για να ακολουθήσουν οι υπόλοιποι (ΕΕ, Ινδία, Ιαπωνία, Βραζιλία).
Ο Αθανάσιος Πλατιάς είναι καθηγητής Στρατηγικής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς