Η αναγνώστρια μας Ε.Π. σε e-mail της εκφράζει το παράπονο ότι δεν έχουμε αναδείξει ότι, παρά τις καλές επιδόσεις του τουρισμού, η ακρίβεια στα εισιτήρια, στα καταλύματα και γενικότερα στις τουριστικές επιχειρήσεις έχει ζορίσει ειδικά τους Ελληνες που δυσκολεύονται, όπως σημειώνει, να πάνε διακοπές στη χώρα τους.

Δεν έχει άδικο προφανώς η αναγνώστρια μας όταν επισημαίνει ότι αυτή η χρονιά είναι δύσκολη για πολλούς – κι αυτό χωρίς καν να υπολογίσουμε το τρομερό κόστος των πυρκαγιών και το περιβαλλοντικό αποτύπωμά τους. Στα «ΝΕΑ» έχουμε μάλιστα αναδείξει και με αριθμούς πως φέτος, όπως και την περσινή χρονιά, είναι αρκετοί αυτοί που θα αναγκαστούν να κάνουν περικοπές στις διακοπές τους, να ταξιδέψουν για λιγότερες μέρες ή και καθόλου.

Εχουμε συνεχώς ρεπορτάζ, άλλωστε, για το πρόβλημα της ακρίβειας στην εγχώρια και διεθνή διάστασή του, το ειδικότερο ζήτημα των τιμών των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων (που αναδείχθηκε και πολιτικά μετά τα δημοσιεύματα του Τύπου), τις τιμές των τροφίμων και τους ελέγχους που γίνονται στην αγορά. Οι οποίοι καλό θα ήταν, προφανώς, να εντατικοποιηθούν. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει διεθνώς μια συζήτηση για τις τουριστικές περιοχές του πλανήτη και το πώς πολλές φορές αυτές γίνονται λιγότερο φιλόξενες για τους μόνιμους κατοίκους τους (π.χ. με το φαινόμενο του «υπερτουρισμού» όπως λέγεται πια στη διεθνή βιβλιογραφία).

Δεν μπορούμε, ωστόσο, να παραγνωρίσουμε ότι η Ελλάδα έχει αναδειχθεί διεθνώς πια ως κορυφαίος τουριστικός προορισμός σε πολύ μεγάλες διεθνείς αγορές κι ότι αυτό είναι καλό και αναγκαίο για την οικονομία μας και τις χιλιάδες ελληνικές οικογένειες που περιμένουν το θέρος για να εργαστούν οι επιχειρήσεις τους και να «χτίσουν» το εισόδημα που θα τους υποστηρίξει βιοποριστικά και τον χειμώνα. Συνεπώς, ναι, είναι πραγματικό πρόβλημα όταν οι Ελληνες δεν απολαμβάνουν τα νησιά μας όσο οι ξένοι τουρίστες. Καλώς ή κακώς όμως (δυστυχώς, αν μας ρωτάτε) τα ταμεία δεν κάνουν τέτοιες «διακρίσεις».