Τα τελευταία 40 χρόνια η Ρόδος έχει πληγεί από πυρκαγιές που έχουν κάψει μεγάλο μέρος του νησιού.
Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1987, που άφησε πίσω της περισσότερα από 106.500 στρέμματα καμένης γης, και εκείνη του 2008, με πάνω από 75.000 καμένα στρέμματα, η φωτιά που κατακαίει για ένατη συνεχή ημέρα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις μεγαλύτερες πύρινες καταστροφές που έχει βιώσει το νησί.
Η απεικόνιση στον χάρτη των πυρκαγιών που έχουν χτυπήσει τη Ρόδο από το 1984 μέχρι σήμερα είναι αποκαλυπτική. Αρκετές είναι οι περιοχές που έχουν καεί για δεύτερη φορά, και μάλιστα, όπως επισημαίνει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του τμήματος Αειφορικής Γεωργίας του Πανεπιστημίου Πατρών, καθηγητής Νίκος Κούτσιας, αρκετά από τα σημεία που αυτές τις ημέρες δοκιμάζονται είχαν καεί και στο παρελθόν.
«Τα επιστημονικά δεδομένα δείχνουν πως στις χώρες της Μεσογείου – με εξαίρεση την Πορτογαλία – η συνολική ετήσια καμένη έκταση φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί εάν όχι να παρουσιάζει μια ελαφρά μικρή πτώση. Αυτό που έχει αυξηθεί, ωστόσο, είναι η τυπική τους απόκλιση, δηλαδή έχουμε πλέον χρονιές ύφεσης και χρονιές που οι φωτιές έχουν μεγάλη διάρκεια και ένταση.
Είναι ενδεικτικό πως πριν από τις καταστροφικές πυρκαγιές στη Βόρεια Εύβοια το 2021, στην περιοχή για περίπου μία δεκαετία υπήρχε… ηρεμία» εξηγεί ο κ. Κούτσιας.
Η ένταση των πυρκαγιών – όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της Ρόδου – εξαρτάται – εάν εξαιρεθεί ο άνθρωπος – ως επί το πλείστον από το κλίμα και τη βιομάζα. «Στη Μεσόγειο το κλίμα δεν είναι περιοριστικός παράγοντας για τις πυρκαγιές.
Εχουμε το κλίμα που έτσι κι αλλιώς θα ευνοούσε κάποια στιγμή μέσα στο καλοκαίρι την ανάπτυξη πυρκαγιών. Αυτό που τελευταία παρατηρούμε ότι έχει αλλάξει είναι η συχνότητα και η ένταση των φαινομένων. Μάλιστα, αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής θα είναι να εκδηλώνονται πυρκαγιές σε περιοχές που παλαιότερα δεν καιγόντουσαν».
«Επιπτώσεις για την οικονομία»
Ο παράγοντας που μπορεί ο άνθρωπος να διαχειριστεί και να ελέγξει είναι η βιομάζα, η καύσιμη ύλη.
«Είναι γεγονός ότι το δάσος έχει εγκαταλειφθεί, δεν γίνεται διαχείριση, κι αυτό έχει ως συνέπεια τη μεγάλη συσσώρευση βιομάζας.
Ο άνθρωπος λοιπόν θα πρέπει να ξαναμπεί στο δάσος με κάποιον τρόπο, έτσι θα το προστατεύσει, χωρίς να εστιάζει μόνο στο οικονομικό όφελος που θα έχει από τη διαχείριση του δάσους».
Οπως προσθέτει μάλιστα ο καθηγητής, για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών στη χώρα μας θα πρέπει να γίνει αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τις πυρκαγιές. «Δεν θα πρέπει να μιλάμε με όρους καμένων εκτάσεων αλλά με όρους επιπτώσεων από τις καμένες εκτάσεις, επιπτώσεις για την οικονομία, την κοινωνία αλλά και το περιβάλλον».
Παράλληλα, για το θέμα της επικινδυνότητας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τρεις συνιστώσες: ο κίνδυνος από την πυρκαγιά, η έκθεση στο φυσικό γεγονός αλλά και το πόσο ευάλωτοι είναι οι πολίτες απέναντι στην πυρκαγιά. «Ενα σύστημα, δηλαδή, εκτίμησης πυρκαγιών που θα εστιάζει στον έλεγχο των επιπτώσεων».