Η άμεση οικονομική συνεισφορά του τουρισμού αντιστοιχεί περίπου στο 11,5% του ΑΕΠ της χώρας. Αν συνυπολογιστεί και η έμμεση συνεισφορά του, αντιστοιχεί μεταξύ 25,3% έως 30,5%, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ. Δηλαδή χονδρικά, περίπου 1 στα 3 ή 4 ευρώ που κυκλοφορεί στην ελληνική οικονομία είναι χρήματα από τον τουρισμό.
Με δεδομένη αυτή την εξάρτηση, όταν βγαίνουν πολλά ξένα μέσα ενημέρωσης και λένε ταυτόχρονα ότι: «Η υπερθέρμανση του πλανήτη εγκυμονεί κινδύνους ερημοποίησης για την ευρύτερη περιοχή της ελληνικής πρωτεύουσας», «μετατρέπεται σε έρημο η Αθήνα, λόγω της ακραίας ζέστης και των πυρκαγιών», «η ζημιά στην τουριστική βιομηχανία των χωρών του Νότου από τις υψηλές θερμοκρασίες θα ξεπεράσει τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια», τότε η «φωτιά» τείνει να εξαπλωθεί στην καρδιά της οικονομίας μας.
Και αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα. Οι… «πύρινες γλώσσες» ακυρώνουν το παραγωγικό μοντέλο της χώρας και απειλούν τις προοπτικές μας. Το ποσό σημαντικά είναι αυτά που λένε τα ξένα μέσα ενημέρωσης για τον τουρισμό το γνωρίζουν πολύ καλύτερα οι άνθρωποί του. Αλλωστε είναι αυτοί που ξοδεύουν πολλά χρήματα για να «αγοράσουν» ένα καλό δημοσίευμα, μια βράβευση, ένα καλό πλάνο. Ολα μετράνε σε ένα προϊόν που βασίζεται στη φήμη του και είναι τόσο ευαίσθητο που επηρεάζεται ως προς την εμπορικότητα, σχεδόν σε πραγματικό χρόνο.
Για παράδειγμα, πολλοί αναρωτιούνται γιατί δεν πετύχαμε ακόμα τα περσινά μεγέθη των αφίξεων φέτος, που οι κρατήσεις και οι προγραμματισμένες πτήσεις ήταν περισσότερες. Η απάντηση μέχρι τις φωτιές ήταν οι βροχές. Μέσω της κοινωνικής δικτύωσης, οι τουρίστες που προγραμμάτιζαν τις διακοπές τους στην Ελλάδα μάθαιναν για τις καθημερινές βροχοπτώσεις του Μαΐου και του Ιουνίου και βέβαια κανείς δεν θέλει να πάει να κάνει καλοκαιρινές διακοπές κάπου όπου βρέχει καθημερινώς. Αντίστοιχα, κανείς δεν θέλει να πάει κάπου όπου έχει ακραία υψηλές θερμοκρασίες ή έχει μεγάλο πρόβλημα με δασικές πυρκαγιές. Ολα αυτά χτυπούν τον πυρήνα του τουριστικού μας προϊόντος. Είναι σαν να έχει βγει μια φήμη ότι ένα τρόφιμο που επί χρόνια καταναλώνουμε δεν είναι και τόσο πλέον θρεπτικό. Θα το καταναλώνουμε με την ίδια θέρμη; Θα είχε τις ίδιες προοπτικές αύξησης των πωλήσεων;
Η κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί και με δεδομένο πως ότι «γράφεται» στη μνήμη των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης δεν ξεριζώνεται εύκολα, απαιτεί δράση. Πρώτα άμεση με το επαναλανσάρισμα των ελληνικών προορισμών, ειδικά αυτών που βρέθηκαν με αρνητικό τρόπο στο επίκεντρο των πρόσφατων προβλημάτων. Σε δεύτερη φάση χρειάζεται μελέτη και επανασχεδιασμός των τουριστικών μας υποδομών, ώστε να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Αυτό δεν είναι δουλειά μόνο του ιδιωτικού τομέα ή μόνο του δημόσιου (κεντρικής και αποκεντρωμένης διοίκησης).
Είναι δουλειά όλων όσοι εμπλέκονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στη δημιουργία προϋποθέσεων ομαλής φιλοξενίας τουριστών, από το εισόδημα των οποίων εξαρτάται το παρόν της χώρας. Προφανώς χρειάζεται και ευρύτερη μελέτη εάν πρέπει να αλλάξει με κάποιον τρόπο η τόσο μεγάλη εξάρτηση της χώρας από κάτι τόσο εύθραυστο και επιρρεπές σε κρίσεις, όπως ο τουρισμός. Το τελευταίο είναι το πιο δύσκολο, γιατί αυτός που θα το κάνει θα βρει απέναντί του πολλούς που θα αντιδράσουν με αυτή την προοπτική…