Στην Ελλάδα οι τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες είναι από τις ακριβότερες στην Ευρώπη και η ποιότητά τους είναι ίσως η χειρότερη στην Ευρώπη. Οχι μόνο τώρα. Διαχρονικά. Με αυτά γνωστά και δεδομένα, το να ακούς ότι η αρμόδια Αρχή που ελέγχει τον κλάδο (Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων) ενέκρινε αυξήσεις στα τιμολόγια σταθερής και κινητής τηλεφωνίας και βέβαια στο Internet στο ύψος του πληθωρισμού, όσο να ‘ναι, σου «κάνει τα νεύρα τσατάλια». Και μάλιστα με «σπάσιμο» των συμβολαίων.
Μιλάμε για μια αύξηση 9% – 10% επί των υφιστάμενων συμβολαίων, με τις εταιρείες να επικαλούνται την αύξηση του κόστους λειτουργίας τους, από την ενέργεια, τα υψηλά επιτόκια, τις μισθολογικές αυξήσεις και τα κόστη κατασκευής νέων δικτύων.
Η αλήθεια είναι ότι το τελευταίο διάστημα οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι σε όλο τον κόσμο πράγματι αυξάνουν τα τιμολόγιά τους. Επίσης, αλήθεια είναι ότι οι τιμές τα τελευταία χρόνια στον κλάδο έχουν μειωθεί, ο ανταγωνισμός έχει λειτουργήσει, σε έναν βαθμό. Το κόστος ενός GB διαμορφώθηκε σε 0,84 ευρώ το 2022, ενώ το 2015 κόστιζε 8 ευρώ. Ακόμα και έτσι, στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι οι τιμές στις τηλεπικοινωνίες στην Ελλάδα ήταν 67,4% ακριβότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ το 2022. Είμαστε ακριβότεροι και συζητάμε πώς θα γίνουμε ακόμα πιο ακριβοί.
Οι καταναλωτές από τη μεριά τους που δεν απολαμβάνουν και τα πιο γρήγορα δίκτυα στην Ευρώπη, και ενώ πληρώνουν ήδη πολλά σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες παγκοσμίως, καλούνται να βάλουν για ακόμη μια φορά το χέρι πιο βαθιά στην τσέπη για να ανταποκριθούν στα κόστη που αυξάνονται, συμπιέζοντας περαιτέρω το διαθέσιμο εισόδημά τους. Μάλιστα αυτό θα γίνεται κάθε χρόνο, όσο υπάρχει πληθωρισμός. Το ερώτημα είναι απλό: σε αντίθετη περίπτωση που τα κόστη για τις εταιρείες είχαν μειωθεί, η ΕΕΤΤ θα παρενέβαινε προκειμένου να μειωθούν οι χρεώσεις ή θα παρέπεμπε στη λήξη του συμβολαίου και προφανώς προαιρετικά για κάθε εταιρεία;
Σε κάθε περίπτωση πού βρισκόταν η ΕΕΤΤ όλα αυτά τα χρόνια του πάρτι των χρεώσεων, με επιβαρύνσεις από 60% έως 100% υψηλότερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου τιμών και με υπηρεσίες προφανώς κατά πολύ χειρότερες; Γενικά ποιος ο λόγος να έρθει ένα οριζόντιο μέτρο; Τι ακριβώς διαφορετικό έχει ο συγκεκριμένος κλάδος και το επιχειρηματικό ρίσκο – γιατί και ο πληθωρισμός είναι μέρος του ρίσκου – πρέπει να περάσει αυτούσιο στον πελάτη; Ποιο το νόημα να υπογράφονται συμβόλαια όταν αυτά δεν τηρούνται;
Ακόμα δεν είναι σαφές πώς θα το χειριστεί η κυβέρνηση. Ο αρμόδιος υπουργός Δημήτρης Παπαστεργίου καταλαβαίνω ότι προσπαθεί να εξαιρέσει από τις αυξήσεις τουλάχιστον τα εν ενεργεία συμβόλαια. Ακόμα και έτσι όμως, μόλις αυτά ολοκληρώνονται τον καταναλωτή θα τον περιμένει η αύξηση. Το άσχημο με αυτό το θέμα είναι ότι αφορά τον πρώτο σημαντικό κλάδο που άνοιξε στον ανταγωνισμό, λειτουργώντας με αμιγώς ιδιωτικές εταιρείες. Το ακόμα πιο άσχημο, αυτό που δεν «χωνεύεται», είναι ότι οι εταιρείες και η ΕΕΤΤ ζητούν αυξήσεις όταν οι υπηρεσίες που παρέχει ο κλάδος υπολείπονται ακόμα πολύ από το να αφήνουν ικανοποιημένους τους καταναλωτές, πελάτες τους…