Η επανάκαμψη του βινυλίου διεθνώς είναι εντυπωσιακή: όπως έχει αναφερθεί ξανά, το 2022 ήταν η πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1990 που αυτό ξεπέρασε σε πωλήσεις το CD στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρόκειται φυσικά ως επί το πλείστον για νέας εκτύπωσης βινύλια βαρέως τύπου 180 γραμμαρίων και αντίστοιχα υψηλής ποιότητας, που έχουν λάβει πια ξανά διαστάσεις μαζικής βιομηχανικής παραγωγής. Και αφού την προηγούμενη εβδομάδα έγινε η αρχή με την ακρογωνιαία ηχογράφηση της Ενάτης Συμφωνίας του Σούμπερτ από τον Γκέοργκ Σελ και την Ορχήστρα του Κλίβελαντ, είναι ίσως η κατάλληλη στιγμή να αναφερθεί εδώ και μία άλλη επίσης κορυφαία στιγμή της δισκογραφίας που περιλαμβάνεται στην ίδια νέα αυτή γενιά της σειράς LP της WARNER: το Πέμπτο Κοντσέρτο για Πιάνο του Μπετόβεν με τον πολύ νέο τότε πιανίστα Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ και την Ορχήστρα Νέα Φιλαρμόνια υπό τον θρυλικό αρχιμουσικό Οτο Κλέμπερερ. Μία ηχογράφηση μέρος του συνόλου των Πέντε Κοντσέρτων και της Φαντασίας για Πιάνο και Ορχήστρα, που δεν γράφτηκαν απλώς σε tape στα στούντιο της Αμπεϊ Ρόουντ, αλλά μοιάζει να σκαλίστηκαν στον ιερό βράχο της μουσικής με τέτοια δύναμη και τέχνη, ώστε το αποτύπωμά τους να μην αλλοιωθεί ποτέ.
Οταν έγιναν αυτές οι ηχογραφήσεις, τον Οκτώβριο του 1967, ο Κλέμπερερ είχε περίπου τα τριπλά χρόνια του Μπαρενμπόιμ. Ο πρώτος βρισκόταν στα δυσμάς της πορείας στη μουσική και του βίου του, ενώ ο δεύτερος στο ξεκίνημα αμφοτέρων. Και δεν μπορούσε να υπάρξει πιο μεγάλη παρακαταθήκη από μια τέτοια συνεργασία όπως με αυτόν τον ζωντανό θρύλο, ο οποίος, προς μεγάλη χαρά του Μπαρενμπόιμ, όχι απλώς τον επέλεξε, αλλά δεν είχε μέχρι τότε, στις δεκαετίες της πορείας του στη μουσική, ηχογραφήσει ποτέ αυτόν τον κύκλο παρά τη μοναδική του σχέση και με τον Μπετόβεν και με αυτά τα έργα.
Είναι προφανές ότι για την ΕΜΙ ήταν μία ιστορία απόλυτης επιτυχίας πριν καν ξεκινήσουν την πρώτη ηχογράφηση – και, βέβαια, η ομάδα που δούλεψε μαζί τους, στάθηκε στο ύψος της και κράτησε ζωντανό τον ήχο και, κυρίως, το πνεύμα τους μέσα από τις δυναμικές της ανάγνωσης της μουσικής, με τρόπο που ακούγεται ολόφρεσκος μέχρι και σήμερα – και θα ακούγεται πάντοτε. Αυτό ισχύει με διαφορετικό τρόπο σε κάθε ένα από τα πέντε κοντσέρτα, καθώς οι φυσιογνωμίες τους διαφέρουν ριζικά, ίσως όχι τόσο ανάμεσα στα εξαιρετικά γοητευτικά δύο πρώτα, αλλά σίγουρα για καθένα από τα επόμενα, όπου ένας νέος κόσμος ανοίγεται μέσα από αυτά τα έργα. Και ο κόσμος του Πέμπτου Κοντσέρτου είναι ο πιο χαρακτηριστικός της εξωστρεφούς, δυναμικής, διεκδικητικής, «επαναστατικής» ανθρωπιστικής περιόδου του Μπετόβεν.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό το πώς το έργο έλαβε αυτό το ίδιο το προσωνύμιό του, σύμφωνα τουλάχιστον με μία από τις πιο παλιές και διαδεδομένες εκδοχές επί του θέματος που πάντως έχει τεθεί υπό σοβαρή αμφισβήτηση στα νεότερα χρόνια από την έρευνα: στην πρεμιέρα του, στην κατεχόμενη από τους Γάλλους Βιέννη, ένας αξιωματικός του στρατού του Ναπολέοντα, μόλις άκουσε τις πρώτες συγχορδίες του έργου, ένιωσε τέτοιο δέος, που πίστεψε ότι αυτή η μουσική είχε γραφτεί για να υποδεχθεί τον ίδιο τον Ναπολέοντα και «αυτόματα» πετάχτηκε όρθιος φωνάζοντας «Ο Αυτοκράτορας»! Ετσι, ο ενθουσιασμός που τον γέμισε η μουσική του Μπετόβεν, έμεινε οριστικά ως «όνομα» του κοντσέρτου. Ακούγοντάς το, ιδίως σε μία τέτοια ερμηνεία, ποιος μπορεί να τον κατηγορήσει, ή να μην αντιληφθεί πώς και γιατί αυτό το προσωνύμιο δέθηκε ανεξίτηλα με το μέγα (και τελευταίο αυτό) Κοντσέρτο για Πιάνο του μέγιστου των συνθετών; Που η ορμή και η φρεσκάδα του παρέμειναν έκτοτε το ίδιο λυτρωτικές, σαν το νερό της καταιγίδας πάνω στην καυτή γη…