Κόκκινο σαν την ώρα που η χόβολη αναψοκοκκινίζει. Brasa τη λέγανε οι Πορτογάλοι που πάτησαν πριν από αιώνες τις ακτογραμμές του νότιου Ατλαντικού. Βραζιλία, λοιπόν.
Το έντονο κόκκινο χρώμα του ξύλου του – για τους επιστήμονες – «Paubrasilia echinata» ονόμασε πρώτα το δέντρο και μετά ολόκληρη τη χώρα. Οταν οι πρώτοι κατακτητές άρχισαν να εξερευνούν το τροπικό δάσος, γρήγορα έπεσαν πάνω σε ένα δέντρο του οποίου το κοκκινωπό ξύλο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη βαφή υφασμάτων. Αυτές οι ίνες θα μπορούσαν να επιτύχουν το λαμπρό κόκκινο που επιθυμούσαν οι βασιλιάδες και οι αριστοκράτες σε όλη την Ευρώπη.
Η ανακάλυψη του Pau Brasil προκάλεσε σάλο και το δέντρο άρχισε να κόβεται μαζικά. Οσοι το έκαναν εμπόριο άρχισαν να αποκαλούνται «μπρασιλέιρος». Περισσότερα από 500 χρόνια αργότερα, άλλοι Βραζιλιάνοι παλεύουν τώρα για να αναστήσουν το είδος.
Οι πρόγονοί τους δεν άφησαν τίποτα όρθιο στον βωμό του χρήματος.
Μια άνευ προηγουμένου αποψιλωτική υλοτομία ουσιαστικά εξαφάνισε το δέντρο που έδωσε το όνομα σε αυτή την τεράστια χώρα. Η εθνική συνείδηση, η πολιτιστική κληρονομιά, οι βοτανολόγοι και όλοι οι σχετικοί οργανισμοί δεν υπήρχαν τότε για το σώσουν. Τώρα, έστω κι αργά, άρχισαν να ψάχνουν τι έχει απομείνει και τι μπορεί να διασωθεί. Η brasa θυμίζει το δέντρο που μάτωσε κι αυτό από τον άνθρωπο.
Η «ανάστασή» του
Πόσα δείγματα έχουν απομείνει από το Pau Brasil; Η «ανάστασή» του έχει πια εθνική σημασία. Κάποιες λίγες ρίζες βρίσκονται κυρίως ανατολικά, ανάμεσα στις πολιτείες του Ρίο Γκράντε ντο Νόρτε και του Ριο Ντε Ζανέιρο.
Ακριβώς στην ακτή όπου ξεκίνησε ο αποικισμός και που σήμερα είναι μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της χώρας.
Τα λίγα εναπομείναντα δείγματα αναπτύσσονται στις πιο απομακρυσμένες και ξηρότερες περιοχές του Ατλαντικού Δρυμού, ενός πληθωρικού τροπικού δάσους. Μπορούν να φτάσουν τα 30 μέτρα και δεν πρέπει να συγχέεται με το μικρό φυτό Brazilwood, το οποίο χρησιμοποιείται διακοσμητικά σε πολλές χώρες.
Το Pau Brasil είναι ένα επιβλητικό δέντρο, με στιβαρό κορμό και μικροσκοπικά φύλλα. Πριν από το όνομα που του έδωσαν οι Πορτογάλοι, οι ιθαγενείς το ονόμαζαν Ibirapitanga, αφού στη γλώσσα των Tupi-Guarani το ybirá είναι δέντρο και το pitanga κόκκινο.
Τα δείγματα που έχουν απομείνει είναι σε κομμάτια ζούγκλας πολύ μακριά το ένα από το άλλο. Οι μέλισσες, οι κύριοι επικονιαστές, δεν μπορούν να μεταφέρουν γύρη από το ένα σημείο στο άλλο, επομένως ο κίνδυνος «γενετικής καταστροφής» αυξάνεται.
Η ποιότητα του γενετικού τους υλικού μειώνεται τόσο πολύ που αν εμφανιστεί ξαφνικά ένα παράσιτο, η μάχη θα χαθεί. Η έλλειψη γενετικής ανανέωσης δεν είναι η μόνη απειλή που εξακολουθεί να βασανίζει το είδος. Οι εποχές της παράνομης υλοτομίας δεν έμειναν στην εποχή των «Κονκισταδόρες». Συνεχίζει να είναι πρόβλημα και στον 21ο αιώνα.
Παράνομη διακίνηση
Το είδος βρίσκεται στο κόκκινο βιβλίο της βραζιλιάνικης χλωρίδας από το 1968, αλλά ακόμα κι έτσι το ξύλο του συνεχίζει να διακινείται παράνομα. Πέρυσι, η Βραζιλιάνικη Ομοσπονδιακή Αστυνομία εξάρθρωσε μια οργάνωση που έκοψε παράνομα δείγματα Pau Brasil μέσα σε εθνικό πάρκο και κέρδισε πάνω από 70 εκατομμύρια ευρώ εξάγοντας εκτός νόμου το ξύλο.
Η τελευταία απογραφή του Pau Brasil πραγματοποιήθηκε το 2012 και έκτοτε δεν υπάρχουν ενημερωμένα στοιχεία. Δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα πόσα δέντρα έχουν απομείνει. Το κύριο πρόβλημα τώρα είναι ότι το παράνομο εμπόριο αυξήθηκε δραματικά μετά την είσοδο της Κίνας στην αγορά του τόξου για το δοξάρι βιολιού. Το «πάου μπραζίλ» είναι ιδανικό.
Οι σποραδικές αναδασώσεις έχουν αποτύχει. Στη Βραζιλία τα παιδιά ακούνε για αυτό το δέντρο για πρώτη φορά στα μαθήματα ιστορίας. Οι βοτανολόγοι επιμένουν ότι το δέντρο δεν είναι για τους… αρχαιολόγους. Είναι η ζωντανή παράδοση, η ίδια η ζωή της Βραζιλίας. Τι κι αν προστατεύεται από το 1978 από τον νόμο και έδωσαν το όνομά του σε εθνικό πάρκο της χώρας; Το χρήμα είναι πάνω από όλα. Παντού και πάντα…