Σέρνουμε από την άμμο με τον θείο (και νουνό μου) το σκαφίδι που έχει πολύ μικρή καρίνα για να μη βρίσκει στον ρηχό βυθό της λιμνοθάλασσας, και μπαίνουμε πλέοντας μέσα στο φυσικό ιχθυοτροφείο – στο βιβάρι, όπως το λέμε, που ξεκινάει από την άκρη του κύματος, όταν έχει παλίρροια, και φτάνει στα εκατό μέτρα μέσα στη θάλασσα. Ο θείος μου έχει φτιάξει γκιόλια, διαδοχικές παραλληλόγραμμες παγίδες με όρθια καλάμια πλεγμένα μεταξύ τους και καρφωμένα στον πάτο. Το κάθε γκιόλι έχει στις τέσσερις γωνίες του δεμένα τέσσερα παλούκια – είναι σαν μικρές δεξαμενές πέντε επί πέντε μέτρα. Ολο το ιχθυοτροφείο είναι ένα πολύ πιο μεγάλο παραλληλόγραμμο μέσα στο νερό, χωρισμένο, εντός, σε είκοσι γκιόλια. Οι καλαμιές είναι δεμένες χαλαρά στα παλούκια για να μπορούν να ανεβοκατεβαίνουν – όταν έχει παλίρροια ο θείος μου τις ανεβάζει, μπαίνουνε στον χώρο του ιχθυοτροφείου πολλά και διάφορα ψάρια με τη μάζα του νερού, μετά κατεβάζει τις καλαμιές, τα ψάρια παγιδεύονται μέσα στα γκιόλια και κολυμπούν εκεί μέχρι να αλιευτούν.
Πλέουμε αργά σπρώχνοντας με το κουπί την άμμο του βυθού. Είναι πιο ρηχά, τώρα με την άμπωτη, τη ρήχη, εδώ στην παραλία-λιμνοθάλασσα του Εράσμιου – Μαγγάνων Ξάνθης: το νερό ξεκινάει από το μισό μέτρο στην άκρη του ιχθυοτροφείου και μετά εκατό μέτρα, στην άκρη του βιβαριού, ανεβαίνει το πολύ στο ενάμισο. Τα ύδατα ζεσταίνονται γρήγορα. Γι’ αυτό και ορισμένα είδη ψαριών κυρίως οι κέφαλοι που ζούνε κοπαδιαστά, αλλά και λαβράκια, τσιπούρες, γλώσσες και μικρότερα, αθερίνες και καβούρια, που τρέφονται με πλαγκτόν, μικρά μαλάκια και σκουλήκια, έρχονται εδώ. Γιαλώνουν για να βρούνε το φαΐ τους.
Προχωρούμε αργά με τη βάρκα στα νερένια μονοπάτια που άφησε ο θείος, ένα ανά δύο σειρές, για να μπορεί, πλάγια από κάθε γκιόλι, κι απ’ τις δυο μεριές, βυθίζοντας τη μακριά απόχη του να πιάνει από μέσα και να ανεβάζει τα ψάρια στο σκαφίδι.
Εγώ δεν έχω τη δύναμη να δουλέψω την απόχη, είμαι -τότε – δεκατριών ετών κορίτσι και κάνω άλλη δουλειά μέσα στη βάρκα: διαλέγω τα μικρά ψαράκια, που δεν έχουνε ενηλικιωθεί, τα «πιτσιρίκια» και τα ξαναπετώ στην ανοιχτή θάλασσα για να μεγαλώσουν. Τα ακόμα πιο μικρά, οι σαρδέλες και οι αθερίνες συνήθως ξεφεύγουν μόνες τους ανάμεσα στα κενά των καλαμιών απ’ όπου όμως δεν χωρούν να δραπετεύσουν οι κέφαλοι και τα άλλα μεγάλα – τα γκιόλια έχουνε πολύ ψάρι και το σκαφίδι γεμίζει γρήγορα. Ο νουνός μου λέει:
– Σμαράγδα, δώσε μου έναν Ιταλό.
– Τι είναι ο Ιταλός;
– Ο γαλάζιος κάβουρας, έτσι τον λέμε, δες, έχει δυο-τρεις που περπατούν μέσα στη βάρκα.
– Φοβάμαι να τον πιάσω, μη με δαγκώσει.
– Καλά.
Κι αφήνει την απόχη, σκύβει, πιάνει έναν ζωντανό Ιταλό, του ανοίγει επιτόπου την κοιλιά και ρουφάει τα σπλάχνα και τα ζουμιά του.
Εγώ τον βλέπω άναυδη, δεν μπορώ να το πιστέψω – εκείνος καταπίνοντας πετάει τα τσάγαλα του κάβουρα μέσα στο νερό και ξαναπιάνει την απόχη γελώντας.
Γεμίζουμε, βγαίνουμε έξω κι αδειάζουμε τα ψάρια, ενώ ακόμα σπαρταρούν, μέσα σε κοφίνια και ξαναμπαίνουμε με το σκαφίδι σε άλλον διάδρομο.
Αφού ψαρεύουμε όσα μπορεί να διαχειριστεί ο θειός μου πάμε και σηκώνει τις καλαμιές απ’ όσα γκιόλια άδειασαν μέχρι να ‘ρθει η επόμενη μπασιά, δηλαδή η παλίρροια, ή πλήμμη, ή αλλιώς μαρέα, όπως τη λέει – σήμερα είναι η δεύτερη μέρα, τρεις Αυγούστου, που ήρθα από τη Σαλονίκη για διακοπές στο Εράσμιο, σε αυτό το φυσικό ιχθυοτροφείο των θειών μου, του Σταύρου και της Μόρφης. Θα μείνω μια βδομάδα – ο θείος, αδερφός του πατέρα μου, ήρθε στην περιοχή λόγω ενός φίλου που είχε γνωρίσει στον στρατό και ήταν απ’ το Εράσμιο: ήρθε να τον δει κι εντέλει κατέληξε να μείνει εδώ. Γνώρισε τη θειά μου που ήταν μοδίστρα απ’ την Ξάνθη, παντρεύτηκαν κι έφτιαξαν αυτό το βιβάρι στην παραλία για να ζήσουν. Μπροστά απ’ το ιχθυοτροφείο και σε εκατό μέτρα, σε απόσταση ασφαλείας λόγω της παλίρροιας, χτίσανε το σπίτι: δυο υπνοδωμάτια, μεγάλη κουζίνα, σαλονάκι, τουαλέτα. Απέξω έστησαν μια μεγάλη πέργκολα με καλαμιές κι από κάτω τραπέζι για να τρώνε υπαίθρια. Πιο εκεί έχει ένα αυτοσχέδιο ντους με κρεμαστό λάστιχο. Δεξιά απ’ το σπίτι φτιάξανε μια μεγάλη αποθήκη – εργαστήριο. Και πίσω ο θείος έστησε άλλη μια πέργκολα για να παρκάρει από κάτω το παλιό ημιφορτηγό Μιτσουμπίσι, που γράφει στο πλάι «Ιχθυοτροφικόν». Και έχουν και δυο βάρκες, μια κανονική, μεγάλη, γύρω στα πέντε μέτρα και μια μικρή, το σκαφίδι, για την ανάσυρση των ψαριών απ’ τα γκιόλια – μην ξεχάσω και τη γάτα, τον ασπρόμαυρο «Μένιο» που όταν δεν κάνει ζημιές, αναπαύεται κάτω απ’ την μπροστινή πέργκολα.
Η παραλία Μαγγάνων είναι αμμώδης (όπως και ο βυθός) με ελάχιστη βλάστηση, δηλαδή με λίγα αρμυρίκια κι απέχει, προς τα δυτικά, σαράντα λεπτά με τη βάρκα από το δέλτα του ποταμού Νέστου. Το χωριό Εράσμιο είναι αρκετά πιο πάνω από την παραλία του, ηπειρωτικό, στη μισή απόσταση απ’ την Ξάνθη. Το ιχθυοτροφείο, όπως και όλος ο κόλπος Εράσμιου – Μαγγάνων βλέπει προς νοτιοανατολικά, γι’ αυτό και τον βρίσκουνε κυρίως νότιοι άνεμοι – τελειώσαμε με τις καλαμιές και κουβαλάμε τώρα τα κοφίνια με τα ψαρεμένα στο εργαστήριο.
Ξεδιαλέγουμε τα ολόφρεσκα ψάρια – κυρίως ενδιαφέρουν τον θείο οι κέφαλοι, που είναι και οι περισσότεροι σε αυτά τα νερά. Τα υπόλοιπα πάει με το ημιφορτηγό και τα πουλάει στην Ξάνθη, ή ακόμα και στην Καβάλα – αλλά κι απ’ τους κέφαλους ξεχωρίζει τα θηλυκά, τις μπάφες, ενώ τα αρσενικά τα λέει στειράδια. Απ’ τις μπάφες, που αυτήν την εποχή, απ’ τον Ιούλιο ως τον Οκτώβριο είναι χαβιαρωμένες, κάνει το αβγοτάραχο. Η θεία μου η Μόρφη, που ήρθε κι αυτή έξω, έχει πείρα και τις ξεχωρίζει με μια ματιά απ’ την κάπως φουσκωμένη κοιλιά τους. Τις παίρνει απ’ τα κοφίνια και τις αφήνει πάνω στον μεταλλικό πάγκο που έχει το εργαστήριο. Εκεί ο θειός μου με ένα κοφτερό μαχαίρι-ξυράφι, ανοίγει επιδέξια την κοιλιά της μπάφας, βγάζει κι αφήνει χωριστά τους δύο, δίδυμους μακρουλούς λοβούς που είναι κλεισμένοι σε μεμβράνη, σε υμένα, προσέχοντας να μην τον σκίσει και χυθούν τα αβγά από μέσα, που είναι μικροσκοπικά, χιλιάδες σε κάθε λοβό, πολύ πιο μικρά από κεφάλι καρφίτσας, σαν εκείνα του αμάρανθου.
Δεν μπορώ, δεν αντέχω να βλέπω αυτό το ξεκοίλιασμα, βουρκώνω και γυρίζω αλλού – βοηθάω βάζοντας σε χωριστές ψαροκασέλες τους κέφαλους, χωριστά τα λαβράκια, τις τσιπούρες και τις γλώσσες – σε λίγο, μόλις τελειώσει ο θείος μου με το ξάβγωμα, θα φύγει με το Μιτσουμπίσι να πάει να τα πουλήσει πριν μπαγιατέψουν.
Τώρα πλένει και ξεπλένει προσεκτικά όλους τους λοβούς, που είναι ο καθένας από δέκα ως δεκαπέντε εκατοστά, σαν μπαστουνάκια, τους βάζει πάνω σε τάβλες, τους αλατίζει με χοντρό αλάτι, κλείνει τις τάβλες σ’ ένα μεγάλο καφάσι με σήτες, σαν ντουλάπα, και θα τους αφήσει για δύο ως τρεις ώρες να τραβηχτούν τα πολλά νερά, αλλά χωρίς να χάσουνε την υγρασία τους. Αφού τελειώνει με τους λοβούς των αβγών βγαίνει, φορτώνει τις ψαροκασέλες και φεύγει να πάει να πουλήσει.
Η θειά μου συγυρίζει το εργαστήριο, πετάει τα σκουπίδια, πλένει τα πάντα, και, δυο ώρες μετά, βγάζει και πλένει πάλι καλά τους λοβούς να ξαλατιστούν, να μην ξεραθούν και παστώσουν και τους ξανααπλώνει στις αεριζόμενες τάβλες.
– Θα μείνουν εκεί τρεις μέρες να στεγνώσουν κάπως, μου λέει. Πάμε μέσα.
Ως μοδίστρα που είναι ξεκίνησε από χθες, από την πρώτη μέρα που ήρθα, να μου φτιάχνει ένα ωραίο, κίτρινο φουστανάκι – μου ξαναπαίρνει μέτρα, δούλεψε λίγο με τα υφάσματα και μετά βάλθηκε να ανοίγει με το μαχαίρι έξι κεφαλόπουλα, να τα κάνει πέταλο (γούνα), για να τα ψήσει στον φούρνο με πατάτες.
Εγώ φορώ το μαγιό μου, παίρνω τη μάσκα και βγαίνω στην άμμο – ο ήλιος έχει ανεβεί και η θάλασσα τραβήχτηκε κι άλλο από την άμπωτη. Μπαίνω στο νερό που είναι ευχάριστα ζεστό, και προχωρώ παράλληλα με το βιτάρι στα πιο βαθιά. Βάζω τη μάσκα, παίρνω μια βαθιά ανάσα, βυθίζομαι πλάι στα γκιόλια και κρατώντας την αναπνοή μου βλέπω μέσα από τα καλάμια τα φυλακισμένα, καταδικασμένα ψάρια που κολυμπούν αμέριμνα ψάχνοντας τροφή. Σε δευτερόλεπτα έρχεται πολύ κοντά μου και στέκεται μετέωρος, κουνώντας τα πτερύγια και με κοιτάζει ένας θηλυκός κέφαλος: είναι μια μπάφα πανέμορφη, ετοιμόγεννη, με διογκωμένη κοιλιά. Ασημίζει, αστράφτει ολόκληρη – έχει τσίνορα και μια μεμβράνη που ανοιγοκλείνει πάνω απ΄ τα μάτια της. Το στόμα της είναι τριγωνικό κι έχει χοντρά χείλη. Η ράχη της είναι σταχτί-μολυβιά με αργυρές πλευρές κι έχει ασημόλευκη κοιλιά με καστανές πλάγιες γραμμές.
Βγαίνω να πάρω αέρα. Μετά κολυμπάω πιο εκεί και ξαναβυθίζομαι. Τα νερά είναι διάφανα και ήρεμα και βλέπω στα γκιόλια σαν μέσα σε ενυδρείο: πολλούς κέφαλους και άλλα ψάρια, λαβράκια, τσιπούρες που κολυμπούν νωχελικά, μερικά καβούρια στον βυθό και γλώσσες που εμφανίζονται ξαφνικά μέσα από την άμμο, τινάζονται θολώνοντας για λίγο τον βυθό και μετά βιδώνονται λίγο παρακεί, παραχώνονται χωρίς να μπορώ να δω πού πήγαν. Δεν αντέχω να μείνω πολλή ώρα χωρίς αναπνοή και σκέφτομαι πως αν ξανάρθω στο Εράσμιο, να φέρω κι έναν αναπνευστήρα, για να κάθομαι και να βλέπω τον βυθό με τις ώρες.
Ξαναβγαίνω να πάρω ανάσα. Κολυμπώ αρκετή ώρα και ύστερα ξαπλώνω στην άμμο ανάσκελα για ηλιοθεραπεία – μέχρι που νιώθω να καίγομαι ολόκληρη και τρέχω να κάνω ντους με το λάστιχο, δίπλα στην μπροστινή πέργκολα.
Τρεις μέρες μετά η θεία έχει σχεδόν τελειώσει το φουστανάκι μου – ο θείος μου είναι στο εργαστήρι και ζεσταίνει γνήσιο κερί μέλισσας μέσα σε μια μεγάλη κατσαρόλα. Μόλις το κερί λιώσει και είναι στην κατάλληλη θερμοκρασία, παίρνει με λαβίδα τους σχεδόν στεγνούς, αλλά ζουμερούς λοβούς των αβγών, τους βαφτίζει μέσα στο υγροποιημένο κερί για να τους στεγανοποιήσει και τους απλώνει πάλι στις τάβλες – μου λέει:
– Λείπουνε πέντε. Τους κλέβει και τους τρώει η θεία σου που της αρέσουνε πολύ. Αν δεν τους έχει φάει, τους έχει βάλει μέσα στο βούτυρο, για να συντηρηθούν και να τους κανονίσει αργότερα. Να δεις, αν τη ρωτήσω, θα πει ότι τους έκλεψε ο γάτος.
Μετά, συνεχίζοντας να κερώνει τους λοβούς, μου εξηγεί πώς γίνεται η παλίρροια και η άμπωτη από τις κινήσεις του φεγγαριού, τη μεσουράνηση της σελήνης και τους ανέμους – αλλά δύσκολα καταλαβαίνω τι μου λέει. Βαριέμαι κιόλας εκεί μέσα και του λέω πως θα βγω να πάω να κολυμπήσω. (Θέλω πάλι να πάω να δω τα ψάρια μεσ’ στα γκιόλια).
Γυρνώντας σε καμιά ώρα από τη θάλασσα πάω στο εργαστήρι και βλέπω οι λοβοί να έχουνε γίνει μπαστουνάκια-αβγοτάραχα. Είναι απλωμένοι στις τάβλες για να στεγνώσουν.
Ετοιμοι. Πανέμορφοι στο μεσημεριάτικο φως, βαθυκίτρινοι προς το μελί, χρυσίζουν πετώντας κόκκινες ανταύγειες σαν κοσμήματα.
Το πρωί της προτελευταίας μου μέρας στο Εράσμιο, βγαίνω και κάθομαι στην πέργκολα. Η θεία μού φέρνει ζεστό ψωμί, βούτυρο και δυο έτοιμα, πια, μελίχλωρα μπαστουνάκια αβγοτάραχου. Κόβει λίγες φέτες κάθετα, με το μαχαίρι, βγάζει το κερί, και απλώνει το αβγοτάραχο στη βουτυρωμένη φέτα – μου λέει:
– Δοκίμασε.
Δαγκάνω διστακτικά και σε δευτερόλεπτα καταλαβαίνω, για πρώτη φορά, γιατί ο θείος μπορεί και πουλάει τόσο ακριβά, πανάκριβα, απ’ όσο μου έλεγε η θεία μου, αυτά τα μπαστουνάκια στα καλά σπίτια της Ξάνθης και της Καβάλας: η αίσθηση είναι μοναδική, η μάζα των αβγών υγρή, ζουμερή, με γεύση αρμύρας, νότες ιώδιου, ξηρών καρπών και με γλυκάρμυρη επίγευση.
Μασώντας αργά, απολαυστικά, τρώω ένα ολόκληρο μπαστουνάκι – ενώ ο θείος μου έχει λύσει τη μεγάλη βάρκα από την καραβοτριχιά γιατί έχουνε έρθει δυο κυνηγοί με τα σκυλιά τους και τον έχουνε πληρώσει να τους πάει με το σκάφος στο δέλτα, στις εκβολές του Νέστου, στο παραποτάμιο δάσος Κοτζά Ορμάν να κυνηγήσουν πάπιες. Θα τους αφήσει εκεί, θα γυρίσει, και θα ξαναπάει να τους φέρει πίσω το απόγευμα.
Καθώς φεύγουνε με τη βάρκα, εγώ ήδη έχω μπει στη θάλασσα – η θεία τελείωσε χθες το φουστανάκι μου, ένα όμορφο, ελαφρύ φουστάνι κοντό, με τιραντούλες και ονειρεύομαι να γυρίσω στη Σαλονίκη για να το φορέσω. Φτάνοντας το νερό ως τη μέση βλέπω ξαφνικά γύρω μου τα νερά να κοκκινίζουν, όλο και να κοκκινίζουν και με πιάνει τρόμος, νιώθω σαν να βλέπω καρχαρία να δαγκώνει κολυμβητή, ή άλλο μεγάλο ψάρι όπως στις ταινίες, και πετιέμαι γρήγορα έξω στην άδεια αμμουδιά. Τότε βλέπω πως το αίμα είναι δικό μου, τρέχει από τα πόδια μου άφθονο – κλαίγοντας τρέχω στο σπίτι να με φροντίσει η θειά μου, γιατί είναι η πρώτη μου φορά. Εκείνη με παίρνει στην αγκαλιά της και με καλοπιάνει και κάνει ότι πρέπει να γίνει – με βάζει και ξαπλώνω για λίγο στο ντιβάνι να ησυχάσω.
Υστερα από μισή ώρα βγαίνω πάλι στην άμμο, και τώρα, αλλαγμένη κάπως εντός μου, κάνω εκείνο που σκέφτομαι από μέρες. Παίρνω την απόφαση. Πάω αρπάζω το μαχαίρι από το τραπέζι της πέργκολας, μετά βρίσκω στην άμμο ένα σχετικά γερό, μικρό κλαδί, παίρνω μερικές κοφτερές, μεγαλούτσικες πέτρες και μπαίνω στη θάλασσα.
Προχωρώ απέξω και φτάνω στα μεσαία γκιόλια, για να μη φαίνεται τι κάνω. Αφήνω τις πέτρες στον πάτο, φορώ τη μάσκα, βυθίζομαι αρκετά, κόβω με το μαχαίρι το σκοινί που ενώνει τα δεμένα καλάμια σε ένα σημείο, σφηνώνω μια μυτερή πέτρα, και πιο κάτω ακόμα μία, έτσι ώστε να γίνει ένα άνοιγμα για να ξεφύγουν όσα ψάρια μπορούν, όσες έγκυες μπάφες μπορούν – αυτές με νοιάζουνε περισσότερο. Φτιάχνω ένα τρυποπέρασμα. Σκέφτομαι, όπως και τις προηγούμενες μέρες, πως ακόμα και μια, μόνο μια μπάφα που θα δραπετεύσει και θα σωθεί, θα γεννήσει χιλιάδες αβγά, θα γεννηθούν τόσοι πολλοί κέφαλοι, και από αυτούς άλλες χιλιάδες, ένα σωρό κοπάδια και τόσες πολλές έγκυες μπάφες που ο θείος μου δεν θα μπορέσει να τις πιάσει ούτε σε είκοσι χρόνια.
Πάω στο διπλανό γκιόλι και κάνω το ίδιο και μετά στο τρίτο – οι πέτρες έχουνε τελειώσει κι έχω εξουθενωθεί. Ξαπλώνω ανάσκελα στο νερό να ξεκουραστώ, να πάρω καλές ανάσες, να συνέλθω, κρατώντας ακόμα το μαχαίρι. Σκέφτομαι, χαμογελώντας, τώρα που έχω κιόλας μαυρίσει απ’ τον ήλιο, πόσο θα μου πηγαίνει το καινούργιο μου κίτρινο φουστάνι με τα τιραντάκια. Θα κάνει ωραία αντίθεση. Κλείνω τα μάτια, πλέω και ονειρεύομαι – σε λίγο ακούω τον μακρινό θόρυβο από τη μηχανή της βάρκας, τον θείο μου που γυρίζει από το δέλτα του Νέστου.
Σηκώνομαι, πατάω στον πυθμένα και πετάω όσο πιο μακριά και βαθιά γίνεται το μαχαίρι στη θάλασσα. Μετά φοράω πάλι τη μάσκα και ξαπλώνω στο νερό μπρούμυτα, ήρεμα, με τα χέρια ανοιχτά. Παρατηρώ τα τρεμουλιάσματα του φωτός και τα χαμηλά, καμπυλωτά, ανάγλυφα κύματα άμμου, τις ζάρες που άφησε η άμπωτη στον πυθμένα: ένα τεράστιο, υποβρύχιο αμφιθέατρο που απλώνεται χωρίς τέλος.