Η διαχείριση της ζημιάς περνάει και από την εικόνα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει καταγράψει, αξύριστος, τις τελευταίες δύο εβδομάδες περισσότερες ώρες από κάθε άλλον πρωθυπουργό στο συντονιστικό κέντρο της Πολιτικής Προστασίας. Και ο Βασίλης Κικίλιας, μπροστά στη συνεχιζόμενη καταστροφή που κορυφώθηκε με τις εκρήξεις στην αποθήκη πυρομαχικών και την εκκένωση στην 111 Πτέρυγα Μάχης, στη Νέα Αγχίαλο, ανέλυσε τις αιτίες, προανήγγειλε κινήσεις και προειδοποίησε σε μια έκτακτη συνέντευξη Τύπου. Πλαισιωμένους από τους ειδικούς που διαβεβαιώνουν ότι η κλιματική κρίση οδηγεί σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Η κοινή συνισταμένη των παρεμβάσεων και κυβερνητικών εξηγήσεων είναι ότι ο κρατικός μηχανισμός στο επίπεδο της αντίδρασης και της αντιμετώπισης των φετινών πυρκαγιών περνάει άνετα πάνω από τον πήχη – το πρόβλημα είναι στην πρόληψη και από τον χειμώνα θα σχεδιαστεί και θα μπει σε εφαρμογή ένα νέο πλάνο. Παραμένει ζητούμενο εάν θα πρόκειται για το πλάνο που παρουσιάστηκε και τον περασμένο χειμώνα (με το πρόγραμμα «Αιγίς») ή θα αντικατασταθεί με κάτι περισσότερο προωθημένο που θα δοκιμαστεί το επόμενο καλοκαίρι.
Κοινή συνισταμένη, έστω και πίσω από τις γραμμές, είναι επίσης ότι πολλά στοιχήματα το φετινό καλοκαίρι έχουν χαθεί. Τόσο στο καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργείο Πολιτικής Προστασίας όσο και στο Μαξίμου, δίπλα στα πύρινα μέτωπα προσπαθούν ήδη να διαγνώσουν το βάθος των εγκαυμάτων στην κυβερνητική εικόνα. Και τα μέτρα στήριξης στους πυρόπληκτους που έσπευσε σχεδόν από την πρώτη ημέρα να ανακοινώσει το κυβερνητικό επιτελείο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα απορροφήσουν κραδασμούς και θα λειτουργήσουν σαν γιατρικό, όπως σε άλλες φάσεις. Οπως τον περασμένο Μάρτιο έδειχνε αδιανόητο δύο τρένα να κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση στην ίδια γραμμή, χωρίς να το έχει αντιληφθεί κανείς, εξίσου αδιανόητο δείχνει πέντε μήνες αργότερα να λαμπαδιάζει από τη φωτιά ίσως η πλέον κομβική στρατιωτική εγκατάσταση της χώρας, τινάζοντας στον αέρα και την αποθήκη πυρομαχικών. Οι εκλογές βρίσκονται ανάμεσα στις δύο καταστροφές, αλλά στο Μαξίμου γνωρίζουν καλά ότι στον συλλογικό νου δεν έχει καταγραφεί καμία κυβερνητική αλλαγή. Η κυβέρνηση του καλοκαιριού κρίνεται και για όσα προγραμματίστηκαν τον χειμώνα.
Η κατάσταση ίσως διαφοροποιείται για τον Βασίλη Κικίλια – εκείνος μπορεί να αναζητήσει άλλοθι για όσα βρήκε στο υπουργείο Πολιτικής Προστασίας. Είτε μέσα από τους αριθμούς – έχουν καεί 400.000 στρέμματα ως τώρα, ενώ ο μέσος όρος ετησίως για την Ελλάδα είναι 500.000 στρέμματα – είτε μέσα από τους σχεδιασμούς που υπήρχαν, αλλά δεν πρόλαβαν να υλοποιηθούν. Ή ακόμη και μέσα από καταστάσεις που δεν ήταν ανθρωπίνως δυνατόν να αντιμετωπιστούν, τουλάχιστον με τα διαθέσιμα μέσα. Το σήμα ότι στην πλειοψηφία τους οι 667 πυρκαγιές του τελευταίου δεκαημέρου «ήταν εμπρησμοί είτε από εγκληματική αμέλεια είτε από πρόθεση», επίσης καταγράφεται ως προσπάθεια να βρεθεί διέξοδος. Οι περισσότερες εστίες φωτιάς σχεδόν πάντοτε ξεκινούν από αμέλεια και ανοησία ή από δολιότητα, αλλά το ζητούμενο είναι η αντίδραση του μηχανισμού.
Μετά την επιτυχημένη διαχείριση της πρώτης σκληρής φάσης της πανδημίας του κορωνοϊού στο υπουργείο Υγείας και την τουριστική «έκρηξη» του 2022 που διαχειρίστηκε από το υπουργείο Τουρισμού, ο Κικίλιας καλείται να διαχειριστεί μια νέα κρίση που, προσώρας, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι προσθέτει πόντους. Είναι σαφές ότι το ζυγίζει και ο ίδιος, ανατρέχοντας επίσης στα δεδομένα: «Κάναμε ό,τι μπορούσαμε βάσει των συνθηκών. Ο βαθμός δυσκολίας επιχειρησιακά αποδείχθηκε πολύ μεγάλος. Δεν στρουθοκαμηλίζουμε, βλέπουμε την πραγματικότητα κατάματα… Υπήρξε φωτιά που προσπέρασε αντιπυρική ζώνη 200 μέτρων, ενώ δημιουργήθηκαν πυροστρόβιλοι 1.000 βαθμών Κελσίου».
Ο Κικίλιας της Πολιτικής Προστασίας μπορεί να κριθεί στους καύσωνες του 2024, αλλά για την κυβέρνηση η περίοδος χάριτος μπορεί να κάηκε μόλις στον πρώτο μήνα από την επανεκλογή της. Με την αντιπολίτευση σε βέρτιγκο και σε πρωτοφανή θέση αδυναμίας, μπορεί μετεκλογικά να έχει αντίπαλο μόνον τον εαυτό της, αλλά αρκετοί αναγνωρίζουν ότι αυτό ενδέχεται να εξελιχθεί και σε μη διαχειρίσιμο πρόβλημα. Ο χθεσινός «αποκεφαλισμός» του Νότη Μηταράκη δείχνει ότι στο Μαξίμου αρχίζουν να το αντιλαμβάνονται.