Καθώς σε αφήνει νύχτα το ταξί εμπρός στην είσοδο της πολυκατοικίας, το κινητό γλιστράει από τα χέρια σου. Πέφτει στο πεζοδρόμιο. Δεν σπάει, δεν γρατζουνιέται καν. Του φοράς μια ωραία, προστατευτικότατη θήκη. Δεν νιώθεις όμως την παραμικρή επιθυμία να το σηκώσεις. Θα μπορούσες ως και να το πατήσεις – όχι με οργή, όχι καθόλου για να εκδικηθείς όσους σε καλούν φορτικά κάθε μέρα για σου υπενθυμίσουν χρέη και υποχρεώσεις. Θα περνούσες απλώς από πάνω του. Κάτω απ’ τη σόλα σου η οθόνη θα θρυμματιζόταν με έναν κάπως κωμικό ήχο.
Θα άδειαζες έπειτα τις τσέπες σου. Με μια ψηλοκρεμαστή βολή, το πορτοφόλι με όλα σου τα μετρητά, τις κάρτες, την αστυνομική σου ταυτότητα, θα κατέληγε στον κάδο που χάσκει ξεσκέπαστος, κάποια γειτόνισσα αμέλησε να κατεβάσει το καπάκι, σαλτάρουν οι γάτες και ξεσκίζουν τις σακκούλες των σκουπιδιών. Η αρμαθιά με τα κλειδιά σου (δυο-τρία έχουν ξεχαστεί εδώ και πολλά χρόνια, ταιριάζουν σε πόρτες που δεν υπάρχουν πλέον για να τις ανοίξεις), η αρμαθιά θα βούταγε στον υπόνομο, να τη σκουριάσουν τα βρωμόνερα. Θα έβγαζες το ρολόι σου και θα το κρεμούσες στο ψηλότερο κλαδί της μισοξεραμένης από τον καύσωνα νερατζιάς. Τα γυαλιά σου θα τα φορούσες στο ρολόι της ΔΕΗ, το οποίο μοιάζει έτσι κι αλλιώς με κεφάλι ρομπότ, με τους δύο μετρητές και το σύρμα που του κλείνει το πορτάκι σαν να σφαλίζει στόμα.
Θα καθόσουν στο πεζούλι. Θα ξάπλωνες στο μάρμαρο. Θα σε έβρισκε στο χάραμα σε εμβρυακή στάση, με ανοιχτό πουκάμισο, λυμένη ζώνη, να ροχαλίζεις. Αστεγος κάτω από την ίδια σου τη στέγη.
Τίποτα από όλα αυτά δεν κάνεις, προφανώς. Κύριος έφυγες, κύριος επιστρέφεις στο σπίτι σου για να κοιμηθείς, αφού επιβεβαιώσεις τις δουλειές της αύριον, βάλεις δύο πλυντήρια και ξυπνητήρι στις οκτώμισι ακριβώς.
Αντιστέκεσαι επιτυχώς στις ευτράπελες παρορμήσεις σου. Να βγεις ολόγυμνος στη Φωκίωνος Νέγρη και να χαιρετάς εγκάρδια όποιον βλέπεις – «πώς ομορφύνατε, κυρία Τζουμπουντού μου!», «υπέροχο κομοδινί μαλλάκι, στρατηγέ μου!»… Να κάνεις πρόταση γάμου στην ταμία του σουπερμάρκετ, γονατίζοντας εμπρός της, προσφέροντάς της αντί για λουλούδια ένα μπουκέτο κολοκυθοκορφάδες. Να σκεφτείς, έστω, φωναχτά για τον απέναντί σου στο μετρό ή στο οικογενειακό τραπέζι. Διαρκούν, έτσι κι αλλιώς, οι πειρασμοί σου λίγα δευτερόλεπτα. Η εποχή μας δεν ανέχεται τις φάρσες – «του σάλεψε!» θα αποφανθούν όσοι σε πάρουν χαμπάρι ή «κάνει καραγκιοζιλίκια για να μας τραβήξει την προσοχή»!
Μέσα μου ζει ένας σκάνταλος τύπος, ένας καλικάντζαρος. Θα λαχταρούσε η ζωή μου όλη να είναι πιρουέτες. Να ακροβατώ έξω νου και νόμου, να παραβιάζω ωράρια και να γονιμοποιώ ωάρια, να αδιαφορώ για τις συνέπειες των πράξεών μου – σάμπως αυτοί που τις μετρούν και τις ξαναμετρούν βγάζουν καμία άκρη; Ξεφεύγουν μήπως από το τυχαίο κι από το πρόσκαιρο της ύπαρξης; Να νιώθω τις στιγμές σαν νότες, να υπακούω στον εσωτερικό μου μονάχα ρυθμό… Μέσα μου επιμένει να χοροπηδάει το πιτσιρίκι εκείνο που έκανε διαρκώς ζημιές, που έβγαζε σε όλους γλώσσα, που ο κόσμος του ήταν άγραφο χαρτί, άλλοτε το ζωγράφιζε, άλλοτε το μουτζούρωνε, κάποτε του έβαζε φωτιά…
Θαυμάζω όσους ξεκινούν για το περίπτερο και βρίσκονται στην άλλη άκρη του κόσμου. Τους όπου γης και πατρίς, τους ανθρώπους-πουλιά. Εγώ είμαι δέντρο. Γίνεται δέντρο το πουλί, πουλί το δέντρο; Ως δέντρο τι μπορείς να ελπίζεις;
Να δροσίζεις όποιους ξαποσταίνουν στον ίσκιο σου. Να σε προτιμούν τα φτερωτά για να φτιάχνουν τις φωλιές τους. Να απολαμβάνουν τους καρπούς σου τα σκιούρια και οι αλεπουδίτσες. Κυρίως δε, όταν σηκώνεται άνεμος, να φουσκώνουν οι φυλλωσιές σου σαν πανιά καραβιού κι ας σε κρατούν οι ρίζες σου στο ίδιο μέρος. Να κάνεις τον αέρα μουσική κι η μουσική σου να φτάνει εκεί όπου εσύ δεν θα βρεθείς ποτέ. «Πάλι τραγουδάει το δέντρο…» να λένε.