Οταν ο Χένρι Μίλερ έφθασε στον Πειραιά, τον Ιούλιο του 1939, έκανε ζέστη. Αφόρητη ζέστη. Η θερμοκρασία ήταν 48 βαθμούς Κελσίου στον ήλιο, γράφει στον «Κολοσσό», όταν πήρε ταξί από το λιμάνι για να ανέβει στην Ακρόπολη. Μπορεί να υπερβάλλει κάπως, όπως το συνήθιζε. Μα προφανώς έκανε πολλή ζέστη εκείνη τη μέρα στην Αθήνα. Μια ζέστη που δεν εμπόδισε, πάντως, ούτε εκείνον, ούτε μια ολόκληρη γενιά συγγραφέων, έπειτα από αυτόν, να λατρέψουν το ελληνικό καλοκαίρι, αυτόν τον «κόσμο από φως». Και να το υμνήσουν ως τον αληθινό επί γης Παράδεισο.
«Στην Ελλάδα επιθυμείς να κολυμπήσεις στον ουρανό», έγραφε ο Μίλερ. «Θέλεις να πετάξεις τα ρούχα σου, να πηδήξεις τρέχοντας και να βουτήξεις στο γαλάζιο… Πέτρα και ουρανός εδώ παντρεύονται. Είναι η αέναη αυγή της αφύπνισης του ανθρώπου». Η φράση δεν θα μπορούσε να έχει γραφεί από κάποιον που έφθασε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 2023. Μα στον καιρό τους, συγγραφείς όπως ο Μίλερ, ο Ντάρελ, ο Φόουλς και ο Λακαριέρ, έπλασαν, με τέτοιες φράσεις, τον μύθο του ελληνικού καλοκαιριού. Αυτός ο μύθος γέννησε μια νέα διεθνή ταυτότητα, λειτούργησε ως επανεφεύρεση του «brand Ελλάδα».
Εκεί που παλιότερες γενιές ρομαντικών περιηγητών τριγύριζαν τη χώρα σε αναζήτηση του αρχαίου πνεύματος και ελεεινολογούσαν τους σύγχρονους κατοίκους της κάποτε ένδοξης γης, τους ανάξιους, πονηρούς απογόνους της κλασικής Ελλάδας, εκείνοι είδαν την Ελλάδα με το βλέμμα του Σεφέρη. Στα μάτια τους, οι αρχαίοι μύθοι ενσωματώνονται στο φως, τον αέρα και το γαλάζιο των νησιών. Στη διαύγεια της ατμόσφαιρας και στον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Κι έτσι η σύγχρονη Ελλάδα και οι φιλόξενοι άνθρωποί της προικίζονταν με όλη τη γοητεία αυτού του μοναδικού καλοκαιριού.
Ο μύθος του ελληνικού καλοκαιριού ήταν κάτι περισσότερο από ένα λογοτεχνικό ή κινηματογραφικό μοτίβο. Εγινε πλουτοπαραγωγικός πόρος καθώς η βιομηχανία του τουρισμού άρχιζε να ανθεί στον μεταπολεμικό κόσμο – ως τότε μόνον οι πλούσιοι ταξίδευαν, οι υπόλοιποι για να δουν μια ξένη χώρα ή έπρεπε να σταλούν ως στρατιώτες σε κάποιον πόλεμο ή να μεταναστεύσουν ως εργάτες -, το ελληνικό καλοκαίρι έγινε το πιο ευπώλητο ελληνικό προϊόν. Εφθασε να δίνει, άμεσα ή έμμεσα, το 25% του εθνικού εισοδήματος. Αυτόν τον μύθο εκμεταλλευθήκαμε. Υπερ-εκμεταλλευθήκαμε, για την ακρίβεια. Αντιμετωπίζοντάς τον, συχνά, όπως εκείνος ο ανόητος του παραμυθιού την κότα που του έκανε τα χρυσά αβγά.
Ενα τουριστικό κύμα που γιγαντωνόταν χωρίς σχέδιο, ασυλλόγιστα, υπερβαίνοντας την αντοχή των υποδομών και τη φέρουσα ικανότητα των προορισμών, απειλούσε όχι μόνον τα οικονομικά αποτελέσματα της εκμετάλλευσης του μύθου, μα και τον μύθο τον ίδιο. Μέχρι που συνειδητοποιήσαμε, αυτές τις δύσκολες ημέρες του Ιουλίου, μια απειλή ακόμη μεγαλύτερη και πολύ πιο άμεση. Καθώς οι καύσωνες πυρώνουν και οι πυρκαγιές περικυκλώνουν ολόκληρη τη Μεσόγειο, το ελληνικό καλοκαίρι απειλείται. Απειλείται από παράδεισος να γίνει εφιάλτης, από εποχή της ηλιόλουστης ανεμελιάς να γίνει εποχή του φόβου.
Τα δύο πολυτιμότερα πετράδια του θερινού μας στέμματος, Ρόδος και Κέρκυρα, κινδύνευσαν να καούν, τουρίστες έφυγαν καθώς εκκενώθηκαν μεγάλα, πολυτελή ξενοδοχεία, η Λίνδος έγινε Δουνκέρκη στις αφηγήσεις των Βρετανών και το βλάσφημο ερώτημα, αν τα ελληνικά νησιά θα συνεχίσουν να είναι στο εξής ένας ελκυστικός προορισμός για τους ταξιδιώτες των καλοκαιρινών μηνών, ή θα υποκατασταθούν από άλλους, πιο δροσερούς και πυρίμαχους προορισμούς, άρχισε να κυκλοφορεί στα διεθνή μίντια.
Η ζέστη που υποδέχθηκε τον Μίλερ στον Πειραιά, το 1939, ακόμη κι αν ήταν ενοχλητική, δεν ήταν απειλητική. Ηταν μια ζέστη που περίμενε το μελτέμι της επόμενης ημέρας για να δροσίσει ή αναζητούσε μια σκιά και λίγο παγωμένο νερό να ανακουφιστεί – δύο κρύα ποτήρια ήπιε και δύο παγωτά έφαγε εκείνος, για να βρει κουράγιο να ανέβει στην Ακρόπολη. Η ζέστη που υποδέχεται φέτος τους επισκέπτες, αυτός ο εφιαλτικός κύκλος πολυήμερου καύσωνα και ανεξέλεγκτης πυρκαγιάς, δεν παραπέμπει στον «Κολοσσό του Μαρουσιού» αλλά σε κάτι σαν «Mad Max». Σε μια λογοτεχνία που αντλεί τους μύθους της όχι από έλληνες ποιητές αλλά από προφητείες οικολογικής καταστροφής – που αρχίζουν να επιβεβαιώνονται μπροστά στα μάτια μας, όχι σε κάποιο αβέβαιο μέλλον, μα στο εδώ και τώρα.
Το καλοκαίρι του 2023 είναι, φαίνεται, ένα σημείο καμπής. Αν όχι ως προς την εξέλιξη της κλιματικής κατάρρευσης, τουλάχιστον ως προς τη συνειδητοποίηση της έκτασης και της σημασίας της. Ξαφνικά συνειδητοποιούμε ότι η εποχή της υπερθέρμανσης του πλανήτη, που οι περισσότεροι αντιμετωπίζαμε ως μελλοντικό σενάριο, έχει ήδη τελειώσει. Και τη θέση της έχει πάρει η «εποχή του παγκόσμιου βρασμού» – όπως την ονομάτισε ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ.
Για τη Μεσόγειο, ειδικά, που πέρασε τον Ιούλιο με θερμοκρασίες 48 βαθμών Κελσίου και με μεγάλες, φονικές πυρκαγιές που από τα Κανάρια Νησιά ως την Τουρκία πυρπόλησαν διάσημους τουριστικούς προορισμούς, αυτό το καλοκαίρι μοιάζει με αλλαγή εποχής. Οπου, όπως έλεγε ένας κάτοικος στο κατεστραμμένο από τη φωτιά Παλέρμο, η «bella stagione», η ωραία εποχή του θέρους, θα γίνει η εποχή του «τρόμου».
Η αισιόδοξη ανάγνωση είναι πως αυτός ο κίνδυνος, που γίνεται πια χειροπιαστός, θα γκρεμίσει τις αντιστάσεις και θα επισπεύσει την εφαρμογή των συμφωνημένων, αλλά αναβαλλόμενων μέτρων συγκράτησης και αναστροφής της κλιματικής καταστροφής του πλανήτη. Και πως κι εμάς, ο κίνδυνος να μετατραπεί το χιλιοτραγουδισμένο ελληνικό καλοκαίρι σε χαμένο παράδεισο θα μας κινητοποιήσει για μια ριζική αλλαγή προτεραιοτήτων και σχεδιασμών. Σε όλη την κλίμακα.
Από τη δασοπυρόσβεση (όπου η πολιτική προστασία αποδείχθηκε φέτος δραματικά κατώτερη των απαιτήσεων της κλιματικής αλλαγής, κι ας έχουμε ενώσει τους δύο όρους σε ένα υπουργείο) ως τον τουρισμό, που δεν θα μπορεί πια να τρέφει (τεμπέλικες) παχιές αγελάδες. «Να σώσουμε το καλοκαίρι», θα μπορούσε να είναι το εθνικό σύνθημα της επόμενης ημέρας.