Ο καύσωνας των τελευταίων εβδομάδων έφερε πάλι στο προσκήνιο τη συζήτηση για την κλιματική κρίση. Με ελάχιστες εξαιρέσεις οι πολιτικοί υπογραμμίζουν ότι «η κλιματική κρίση είναι εδώ». Στα τηλεοπτικά πάνελ επιστήμονες και μετεωρολόγους τονίζουν τους κινδύνους που ελλοχεύουν παγκοσμίως.

Η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή παρατηρείται στη Γη ήδη από το 1830, όταν με τη βιομηχανική επανάσταση αρχίζει η μαζική παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα. Ηδη από τα μέσα του 20ού αιώνα παρατηρείται αύξηση της μέσης θερμοκρασίας και αύξηση των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, με αποτέλεσμα όλο και πιο συχνή εκδήλωση ακραίων καιρικών φαινομένων τα τελευταία χρόνια. Η χώρα μας δεν αποτελεί εξαίρεση.

«Βλέπουμε σημαντικές μεταβολές στο μοντέλο του κλίματος στην Ελλάδα το οποίο έχει μεταβληθεί προς το θερμότερο/ξηρότερο και με συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα. Αν δεν λάβουμε μέτρα σε παγκόσμιο επίπεδο για τον περιορισμό των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου τότε στο μέλλον τα παραπάνω φαινόμενα θα ενταθούν σημαντικά» τονίζει μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Χρήστος Ζερεφός, γενικός γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών και εθνικός εκπρόσωπος για την Κλιματική Αλλαγή.

Περισσότερες ημέρες με υψηλές θερμοκρασίες

«Οι καύσωνες είναι το σημαντικότερο πρόβλημα που συνδέεται με την κλιματική αλλαγή» σημειώνει ο Κώστας Λαγουβάρδος, διευθυντής ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. «Τα τελευταία 50 χρόνια οι καύσωνες γίνονται συχνότεροι, έχουν υψηλότερες θερμοκρασίες και μεγαλύτερες διάρκειες. Επιπλέον, επηρεάζονται περιοχές που παλιότερα δεν επηρεάζονταν – ξεπερνάμε το όριο του καύσωνα και σε περιοχές πιο ορεινές, που δεν είχαν στο παρελθόν τέτοια προβλήματα. Πλέον αφορούν μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής επικράτειας» συμπληρώνει.

Το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών ορίζει ως καύσωνα μια περίοδο όπου η μέγιστη θερμοκρασία ξεπερνάει τους 37 βαθμούς και οι ελάχιστες θερμοκρασίες είναι υψηλές, με όριο, χοντρικά, τους 27 βαθμούς. Το Αστεροσκοπείο έχει καταγράψει τους καύσωνες μεγάλης διάρκειας από το 1981 και τα στοιχεία δείχνουν αύξηση στη συχνότητα των καυσώνων και ειδικά των καυσώνων μεγάλης διάρκειας.

Ο 15ήμερος καύσωνας των τελευταίων εβδομάδων ξεπέρασε τον 14ήμερο καύσωνα που σημειώθηκε τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1998.

Από το 1981 ως το 2021 είχαν καταγραφεί δέκα καύσωνες που ξεπέρασαν σε διάρκεια τη μία εβδομάδα. Το φαινόμενο ήταν σπάνιο πριν από την αλλαγή της χιλιετίας, με μόλις δύο περιπτώσεις: τον πολύνεκρο καύσωνα του 1987 και τον διβδόμαδο καύσωνα του 1998. Εν τούτοις, οι διαρκείς καύσωνες έχουν γίνει έκτοτε συχνοί: καταγράφηκαν το 2000 (11 ημέρες), το 2001 (8 ημέρες), το 2007 (δύο 10ήμεροι καύσωνες), το 2010 (13 ημέρες), το 2012 (10 ημέρες), το 2017 (10 ημέρες), το 2021 (δύο 11ήμεροι καύσωνες) και το 2023 (15 ημέρες).

Σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Αστεροσκοπείου, από το 2000 μέχρι το 2022 είχαν καταγραφεί 6 καύσωνες που έχουν οδηγήσει σε θανάτους εξαιτίας της ζέστης: 2000 (2 νεκροί στα Ιωάννινα), 2006 (2 νεκροί στην Αθήνα), 2007 (5 νεκροί στην Αττική), 2012 (1 νεκρός στο Περιστέρι), 2017 (2 νεκροί στην Κρήτη), 2021 (8 νεκροί σε Κρήτη και Ρόδο). Ο φετινός καύσωνας μετρά ως τώρα έναν νεκρό, τον 46χρονο στη Χαλκίδα.

«Δεν βλέπουμε σημαντικές αλλαγές στην ένταση του καύσωνα, αλλά στη διάρκειά του. Το πρόβλημα είναι ότι στα μεγάλα αστικά κέντρα είναι πολύ υψηλές οι ελάχιστες θερμοκρασίες» επισημαίνει ο διευθυντής ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου. Σημειώνει ότι την εβδομάδα 17-23 Ιουλίου ο υδράργυρος παρέμεινε ακόμη και το βράδυ πάνω από τους 29 βαθμούς, μια «πολύ υψηλή θερμοκρασία για τον ανθρώπινο οργανισμό».

Ο κ. Ζερεφός συμπληρώνει: «Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σε αντίθεση με προηγούμενα κύματα καύσωνα που ως επί το πλείστον απασχολούσαν είτε τη Δυτική είτε την Ανατολική Μεσόγειο, στο παρόν κύμα υψηλές θερμοκρασίες καταγράφονται σχεδόν την ίδια περίοδο στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών της Μεσογείου: Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα».

Οι προβλέψεις

«Στο μέλλον οι καύσωνες θα γίνονται συχνότεροι, μεγαλύτερης διάρκειας, ενώ θα εμφανίζονται νωρίτερα – ήδη έχουμε δει κάποιους τον Ιούνιο, το 2020 είχαμε καύσωνα και τον Μάιο» προσθέτει ο κ. Λαγουβάρδος. «Καθώς η Γη θερμαίνεται, αυτό που επηρεάζεται περισσότερο είναι οι υψηλές θερμοκρασίες, όμως ανεβαίνουν και οι μέσες τιμές της θερμοκρασίας. Εχουμε πλέον θερμότερα καλοκαίρια στην Ελλάδα – κατά μέσο όρο αύξηση 1,5 βαθμού Κελσίου στην Αθήνα σε σύγκριση με 30 χρόνια πριν» συμπληρώνει.

«Η κλιματική αλλαγή μετατοπίζει τη μέση κλιματική κατάσταση στην περιοχή μας προς θερμότερες και ξηρότερες συνθήκες και είναι υπεύθυνη και για την όλο και συχνότερη/εντονότερη εκδήλωση ακραίων φαινομένων όπως οι παρατεταμένοι καύσωνες, οι ακραίες δασικές πυρκαγιές αλλά και οι, παρά τη μείωση της ετήσιας βροχόπτωσης, ακραίες βροχοπτώσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα» υπογραμμίζει από τη μεριά του ο Χρήστος Ζερεφός.

Οι δασικές πυρκαγιές συνδέονται με τους καύσωνες και τη γενικότερη αλλαγή του κλίματος. Παραδοσιακά στην Ελλάδα φοβόμασταν την εποχή των μελτεμιών, μια σταθερά του κλίματος στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς οδηγούσαν σε ανεξέλεγκτες πυρκαγιές. «Αντιθέτως, οι ισχυρές θερμές εισβολές κατά τους θερινούς μήνες στη χώρα μας συνδυάζονται συνήθως με χαμηλές ταχύτητες ανέμου» λέει ο Χρήστος Ζερεφός. Ωστόσο, όσο εδραιώνονται στη χώρα μας οι υψηλές θερμοκρασίες και το ξηρό κλίμα, το κάποτε γλυκό καλοκαιρινό αεράκι θα μοιάζει απειλητικό. Το τραγικό απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018 στο Μάτι οι θερμοκρασίες κυμαίνονταν μεταξύ 35 και 39 βαθμών, ενώ οι άνεμοι στην περιοχή είχαν ισχύ περίπου 8 μποφόρ, που ανά διαστήματα ξεπέρασαν τα 10 μποφόρ.

Αύξηση φαινομένων κατά 61% μέσα σε μια δεκαετία

Η ερευνητική ομάδα του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών έχει καταγράψει 565 φυσικά φαινόμενα που έχουν πλήξει τη χώρα από το 2000 ως τον Ιούνιο του 2023, εστιάζοντας κυρίως σε φυσικές καταστροφές, πρώτες μεταξύ των οποίων έρχονται οι πλημμύρες (ποσοστό άνω του 60%), ακολουθούμενες από τις ανεμοθύελλες και τους ανεμοστρόβιλους (10%-15%).

«Βλέπουμε μια αυξητική τάση συνολικά. Την πρώτη δεκαετία (2000-2010) είχαμε κατά μέσο όρο 18 επεισόδια ετησίως, εκ των οποίων τα 6, το 1/3 δηλαδή, ήταν ακραία. Από το 2011 ως το 2022 έχουμε 29 επεισόδια ανά έτος κατά μέσο όρο, με 9 εξ αυτών να έχουν σοβαρές επιπτώσεις» σημειώνει η Κατερίνα Παπαγιαννάκη, ειδική λειτουργική επιστήμονας στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. Αυτό σημαίνει πως έχει καταγραφεί αύξηση ύψους 61% στον αριθμό των φαινομένων μέσα σε μόλις μία δεκαετία, ενώ στα ακραία φαινόμενα η αύξηση ανέρχεται στο 39%.

Σε ό,τι αφορά την ένταση των φαινομένων τη δεκαετία 2000-2010 καταγράφονται 3,5 ακραία καιρικά φαινόμενα ετησίως κατά μέσο όρο, ενώ για το χρονικό διάστημα 2011-2022 ο ετήσιος μέσος όρος ανεβαίνει στο 6,6. Πλέον καταστροφική χρονιά ήταν το 2019, όταν και σημειώθηκαν τα περισσότερα ακραία καιρικά φαινόμενα στο υπό εξέταση διάστημα, με 17 να καταγράφονται ως φαινόμενα με σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνική και οικονομική ζωή, ενώ 13 φαινόμενα ήταν στο ανώτατο επίπεδο έντασης που καταγράφει το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. Τα έντονα καιρικά φαινόμενα του 2019  οδήγησαν σε 31 θανάτους στην Ελλάδα: 10 από θυελλώδεις ανέμους, 9 από πλημμύρες, 8 από ακραίο ψύχος και άλλοι 4 από κεραυνούς.

«Συνολικά, 243 άνθρωποι εκτιμάται ότι έχασαν τη ζωή τους την περίοδο 2000 – 6/2023 εξαιτίας καιρικών φαινομένων» σημειώνει η κυρία Παπαγιαννάκη. «Για τα παραπάνω στοιχεία υπάρχει ένα μικρό περιθώριο αβεβαιότητας λόγω της καλύτερης ενημέρωσης που έχουμε τα τελευταία χρόνια, όμως η αύξηση είναι σίγουρα υπαρκτή. Η κλιματική αλλαγή είναι σαφές πως παίζει έναν ρόλο, όμως η εξεταζόμενη περίοδος δεν είναι αρκετά μεγάλη για να μιλήσουμε ακόμα για κλιματική τάση».

Τι μπορούμε να κάνουμε;

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, εύλογα προκύπτει ένα αίσθημα ανημποριάς και απόγνωσης. Είμαστε καταδικασμένοι να οδηγηθούμε στο κλιματικό χάος; «Τι να κάνουμε;», θα αναρωτιόταν σήμερα ένας «πράσινος» Λένιν.Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η μάχη απέναντι στην κλιματική κρίση δεν έχει (ακόμη) χαθεί. «Οι εκθέσεις της αρμόδιας Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) φέρνουν συνεχώς πιο κοντά τους 1,5 ή 2 βαθμούς Κελσίου, που είναι και το κατώφλι για το κλιματικό χάος, δηλαδή την πλήρη απορρύθμιση του κλίματος – ενώ αυτό υπολογιζόταν στο 2050, τώρα το όριο του 1,5 βαθμού είναι στα επόμενα 5 χρόνια» υπογραμμίζει μιλώντας στα «Νέα» η Θεοδότα Νάντσου, επικεφαλής Πολιτικής της WWF Ελλάς. «Εχει χαθεί τρομερός χρόνος, τώρα επιτέλους το βλέπει η Ευρωπαϊκή Ενωση ειδικά» συνεχίζει η ίδια, τονίζοντας πως «ο ελέφαντας στο δωμάτιο της κλιματικής αλλαγής είναι οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και ο Νο 1 τομέας είναι η ενέργεια, ο τομέας της ηλεκτροπαραγωγής». Ολα αυτά δείχνουν πόσο επιτακτική είναι η επιτάχυνση της Πράσινης Μετάβασης, δηλαδή η όσο το δυνατόν πιο γρήγορη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, στην κατεύθυνση των μηδενικών εκπομπών, που σημαίνει επιτάχυνση των αναγκαίων μεγάλων επενδύσεων στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειες, στην αναβάθμιση και επέκταση των ηλεκτρικών δικτύων, αλλά και την προώθηση της αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας. Πρόσφατα ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε ως στόχο μέσα στην επόμενη τετραετία το ποσοστό της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ να πάει από το 50% στο 80%.

Ρόλο μπορούν να παίξουν και οι ενεργειακές κοινότητες, που επιτρέπουν σε πολίτες, σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δήμους και άλλες νομικές μορφές να κάνουν συλλογικές επενδύσεις σε έργα ΑΠΕ ώστε να επωφελούνται από αυτά. Η Ελλάδα νομοθέτησε την αναγνώρισή τους από το 2018 με τον νόμο 4513/2018, που πρόσφατα αντικαταστάθηκε από τον νόμο 5037/2023 με τον οποίο ενσωματώθηκε πλήρως σχετική ευρωπαϊκή οδηγία. Ο Χρήστος Βρεττός, υπεύθυνος Επικοινωνίας της Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης (ΚοινΣΕπ) Electra Energy, λέει στα ΝΕΑ: «Υπάρχει στην Ελλάδα ένα δίκτυο 40-50 πολύ καλών, “αυθεντικών” ενεργειακών κοινοτήτων που κάνουν έργα με συμπερίληψη της τοπικής κοινωνίας και σκοπό την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας». Βασική πλευρά των ενεργειακών κοινοτήτων είναι ο ενεργειακός συμψηφισμός, δηλαδή η κατανάλωση της παραχθείσας ενέργειας από την ίδια την κοινότητα. Με αυτόν τον τρόπο «οι τοπικές κοινωνίες παράγουν ένα μέρος της ενέργειας που καταναλώνουν και επομένως μένουν χρήματα στην τοπική κοινωνία».