Υπάρχει ένας κύριος λόγος για τον οποίο οι μεγάλες αεροπορικές βάσεις, όπως και οι ναύσταθμοι, δεν τοποθετούνται κοντά στα σύνορα με τα κράτη που θεωρούνται δυνητικοί κίνδυνοι για την ασφάλεια της χώρας, κάτι που θα κοστίσει τόσο σε χρόνο αντίδρασης, όσο και σε βεληνεκές, αν κάποτε χρειαστεί πλοία και αεροσκάφη να επιχειρήσουν. Ο λόγος όμως είναι σημαντικός: πρέπει να βελτιστοποιηθεί η ασφάλεια των μονάδων από τις οποίες εξαρτάται τελικά η ασφάλεια και η ακεραιότητα της ίδιας της χώρας.
Η εγγύτητα στα σύνορα με έναν μονίμως επιθετικό γείτονα θα είναι ένα πλεονέκτημα στη «στιγμή 0», αν αυτή υποτεθεί ότι κάποτε έρθει, αλλά, παράλληλα, θα είναι και ένας διαρκής πονοκέφαλος για τις αυξημένες ανάγκες ασφαλείας που θα είναι μακράν πιο απαιτητικές απ’ ό,τι στην ενδοχώρα. Κάπως έτσι οι μεγάλες μονάδες είναι στην Αγχίαλο, στην Τανάγρα, αλλά και στην Κρήτη. Οχι πάντως στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, απ’ όπου θεωρητικά τα αεροσκάφη θα μπορούσαν να πετάξουν πολύ πιο γρήγορα και πιο βαθιά στην Ανατολή. Αντίστοιχα, ο ναύσταθμος είναι στην Ελευσίνα και όχι λ.χ. στα Μουδανιά.
Αυτή είναι η «θεωρία» ή καλύτερα, ήταν μέχρι προχθές: όταν ξέσπασαν οι πυρκαγιές που χτύπησαν τα πυρομαχικά των F16, στην κορυφαία ελληνική αεροπορική πολεμική μονάδα, στη Νέα Αγχίαλο, προκαλώντας ένα χάος στην πόλη και τα περίχωρά της, αλλά και στην ίδια την Πολεμική Αεροπορία που, για πρώτη φορά, βρέθηκε στο επίκεντρο μιας τέτοιας καταστροφής. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Η λέξη «καταστροφή» ίσως ακούγεται, αλλά, εν προκειμένω δεν είναι υπερβολική. Και για να μείνει κανείς στο αμιγώς στρατιωτικό της σκέλος, πρόκειται για κάτι που ουδείς μπορούσε να φανταστεί ότι θα συνέβαινε. Αλλά να που συνέβη και αυτό σημαίνει ένα και μόνο: ότι οι άμυνες του συστήματος δεν ήταν επαρκείς και πρόκειται για γεγονός εντελώς ασυγχώρητο. Οταν αναφέρεται κανείς σε τόσο κρίσιμα ζητήματα από τα οποία εξαρτάται η ασφάλεια μιας χώρας, τότε δεν είναι νοητό να μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο. Εδώ δεν μιλάμε για συνεργείο αυτοκινήτων, ή άντε, για κανένα βενζινάδικο. Μιλάμε για κάτι από το οποίο μπορεί να κριθεί αν η Ελλάδα θα παραμείνει ελεύθερη και ολόκληρη, ή όχι. Συνεπώς, η αστοχία είναι τεράστια, όποιες απαντήσεις να επιστρατεύσει κανείς. Γιατί σε αυτά τα ζητήματα δεν επιτρέπονται δικαιολογίες και το μόνο που μετράει είναι το διά ταύτα: αφού έγινε κάτι σαν αυτό, το πρόβλημα είναι πάρα πολύ σοβαρό. Και, ασφαλώς γεννά ερωτήματα για την πραγματική κατάσταση όχι μόνον εκεί, αλλά και σε πολλές άλλες κρίσιμες μονάδες.
Επιπλέον, όλα αυτά συμβαίνουν ώρες μόνον μετά τις πυρκαγιές που αποψίλωσαν τη Ρόδο. Ενα νησί που βρίσκεται πάντοτε δηλωμένα στο στόχαστρο της Τουρκίας τόσο σε επίπεδο… ολικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, όσο και στην πιο «περιορισμένη» εκδοχή τους, που αφορά στη λεγόμενη αποστρατιωτικοποίηση. Οπου η ΕΥΠ ενεπλάκη στις έρευνες για τις, επίσης πρωτοφανείς, φωτιές. Νησί στο οποίο είναι δεδομένη και η διαχρονική δράση πληθώρας κατασκόπων, όπως αυτή πιστοποιήθηκε και αρκετά πρόσφατα καταλήγοντας και σε σχετικές συλλήψεις. Και φυσικά, ένα νησί πολύ ισχυρό χαρτί του ελληνικού τουρισμού.
Εδώ λοιπόν τίθενται τρία ζητήματα: τα δύο με ερωτήματα που πρέπει όμως να διερευνηθούν και να απαντηθούν πολύ σοβαρά. Και το τρίτο που το γεγονός ότι συνέβη δίνει και την απάντηση. Το πρώτο, είναι ποια είναι τα πραγματικά αίτια και οι συνθήκες εκδήλωσης των πυρκαγιών. Το δεύτερο, αν υπάρχει οποιαδήποτε μεταξύ τους διασύνδεση και δεν αρκούν προχειρότητες. Πρέπει να υπάρξουν τελεσίδικες απαντήσεις με στοιχεία. Και το τρίτο ζήτημα, που δεν χρειάζεται καν «απάντηση», είναι ότι ένας κρίσιμος αμυντικός μηχανισμός αποδείχθηκε απαράδεκτα ευάλωτος. Αυτό απαιτεί ολική επανεξέταση και αντίστοιχη επίλυση: ασκήσεις πυρασφάλειας και αλλαγή διοικητή είναι τα πρώτα και αυτονόητα, αλλά ασφαλώς στοιχειώδη και εντελώς ανεπαρκή.