Μυστήριο περιβάλλει το (φαινομενικά κοινή συναινέσει) διαζύγιο του Βρετανικού Μουσείου από τον διευθυντή του Χάρτβιχ Φίσερ. Ο διαπρεπής αλλά αμφιλεγόμενος γερμανός ιστορικός τέχνης ανακοίνωσε την περασμένη Παρασκευή ότι θα αποχωρήσει από τη θέση του εντός του 2024, έπειτα από οκτώ χρόνια στο τιμόνι του μεγαλύτερου μουσείου της Γηραιάς Αλβιώνος. Ο πρώτος μη βρετανός επικεφαλής του ιδρύματος από το 1866 συνέδεσε το όνομά του με το μεγαλεπήβολο πολυετές πρόγραμμα αναμόρφωσης του Μουσείου – το οποίο εξελίσσεται σε γεφύρι της Αρτας – αλλά και με ένα μπαράζ εμπρηστικών δηλώσεων για τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Διεθνή μέσα ενημέρωσης, όπως οι έγκριτοι ιστότοποι ArtNet και ArtNews, υπενθύμισαν προχθές τη συνέντευξη που παραχώρησε στα «ΝΕΑ» ο Φίσερ τον Ιανουάριο του 2019, στην οποία αποκάλεσε τη μεταφορά των Γλυπτών στο Λονδίνο από τον λόρδο Ελγιν «δημιουργική πράξη»! Εναν χρόνο αργότερα, υποστήριξε ότι ο Παρθενώνας έγινε ευρωπαϊκό μνημείο επειδή ορισμένα από τα γλυπτά του εκτίθενται στο Λονδίνο και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, κάτι για το οποίο «θα έπρεπε να χαιρόμαστε». Οι προκλητικοί αυτοί ισχυρισμοί είχαν ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Βρετανία.
Η καυτή πατάτα
Σύμφωνα με πηγή του ιδρύματος, η θητεία του Φίσερ δεν έληγε του χρόνου και είναι άγνωστο γιατί αποφασίστηκε τώρα η λύση της συνεργασίας του με αυτό. Το Βρετανικό Μουσείο ανακοίνωσε ότι η «διεθνής αναζήτηση» του διαδόχου του θα ξεκινήσει το φθινόπωρο. Ο αντικαταστάτης του θα κληθεί να διαχειριστεί και την «καυτή πατάτα» των Γλυπτών. Η «Γκάρντιαν» έγραψε ότι «ο Φίσερ βρέθηκε αντιμέτωπος με διογκούμενη αμφισβήτηση σχετικά με ένα από τα σημαντικότερα εκθέματα του ιδρύματος – τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, γνωστά και ως Ελγίνεια -, εν μέσω εκκλήσεων για την επιστροφή τους στην Ελλάδα». Οπως πληροφορούνται «ΤΑ ΝΕΑ», οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη και μέσα στο καλοκαίρι.
Επί των ημερών του Φίσερ, το Μουσείο επλήγη από έντονες διαμαρτυρίες (και διαδηλώσεις) περιβαλλοντικών οργανώσεων και παραιτήσεις επιτρόπων του για τη χρηματοδότηση που ελάμβανε από τον πετρελαϊκό κολοσσό BP (η οποία, ως φαίνεται, έχει διακοπεί). Ανώτερος αξιωματούχος του ιδρύματος, που δεν θέλησε να κατονομαστεί, είπε στα «ΝΕΑ» ότι ο Φίσερ «δεν ήταν δημοφιλής μεταξύ των στελεχών του Μουσείου», ενώ αρκετοί τον κατηγορούσαν για «θολό όραμα» ως προς το μάλλον σισύφειο πρόγραμμα αναμόρφωσης του ιδρύματος, η ανακοίνωση του οποίου διαρκώς μετατίθεται για το μέλλον: έπειτα από αλλεπάλληλες αναβολές, επρόκειτο να παρουσιαστεί την περασμένη άνοιξη, αλλά τώρα πήρε νέα παράταση. Ο 61χρονος Γερμανός ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Απρίλιο του 2016 με βασική αποστολή να εκπονήσει ένα σχέδιο (Masterplan) για τον «μετασχηματισμό» του Μουσείου, την ανακαίνισή του και τη ριζική αναμόρφωση των συλλογών του και του τρόπου παρουσίασης των εκθεμάτων του.
Ντροπιαστικές εικόνες
Ο απερχόμενος διευθυντής δήλωσε ότι το κτίριο «χρειάζεται αναζωογόνηση και επείγουσες παρεμβάσεις μεγάλης κλίμακας». Επί έναν ολόκληρο χρόνο – από τον Δεκέμβριο του 2020 έως τον Δεκέμβριο του 2021 – η αίθουσα Ντουβίν που στεγάζει τα Γλυπτά παρέμενε κλειστή λόγω «εργασιών συντήρησης». Οι ντροπιαστικές εικόνες με το ταβάνι να στάζει δίπλα στα έργα του Φειδία κάθε φορά που έβρεχε δυνατά απασχόλησαν ουκ ολίγες φορές τον διεθνή Τύπο. Σύμφωνα με πληροφορίες, το πρόβλημα δεν έχει λυθεί οριστικά. Το λονδρέζικο ίδρυμα ανακοίνωσε ότι το Masterplan – το πιο δαπανηρό πρόγραμμα αναμόρφωσης μουσείου στη βρετανική ιστορία – θα δημοσιοποιηθεί το φθινόπωρο. Θα ακολουθήσει διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την υλοποίησή του. Το έργο υπολογιζόταν ότι θα κοστίσει ένα δισ. στερλίνες. Ωστόσο, κατά πληροφορίες των «ΝΕΩΝ», το κόστος έχει τώρα εκτοξευθεί σε περισσότερο από 1,5 δισ. στερλίνες, ενώ πηγές του Μουσείου εκφράζουν αμφιβολίες για το αν θα υλοποιηθεί στο σύνολό του. «Η ανακοίνωση του Masterplan το φθινόπωρο, ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός και οι κατασκευαστικές εργασίες που θα ακολουθήσουν θα αποτελέσουν για εμάς μεγάλη πρόκληση», δήλωσε ο πρόεδρος του Μουσείου Τζορτζ Οσμπορν. Οι εργασίες αναμένεται να διαρκέσουν «αρκετές δεκαετίες».