Αν ζητούσατε από τον σκηνοθέτη Νικολά Μπεντό να συνοψίσει την τελευταία ταινία του, «Καμουφλάζ» (Mascarade), που από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται στις αίθουσες, ενδεχομένως να μην ήξερε τι να σας απαντήσει.
«Ποτέ δεν ήμουν καλός σε αυτό… ειδικά τώρα που πρόκειται για διασκευή μυθιστορήματος που προσπαθούσα μάταια να γράψω για έναν χρόνο!» είπε για την ταινία του όταν τον συναντήσαμε πριν από λίγο καιρό στο Παρίσι, στο πλαίσιο του φεστιβάλ προώθησης γαλλικών ταινιών που διοργανώνει ετησίως η Unifrance.
Μέσα από μια ενδιαφέρουσα (αν και όχι πάντα επιτυχημένη) μείξη κινηματογραφικών ειδών, ο 43χρονος σκηνοθέτης (21 Απριλίου 1980, Νεϊγί-Σιρ-Σεν, Οτ-Ντε-Σεν, Γαλλία) πραγματεύεται τη σχέση ανάμεσα σε έναν πρώην χορευτή (Πιέρ Νινέ) που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την καριέρα του εξαιτίας ενός ατυχήματος και μια πλούσια αλλά ξεπεσμένη ντίβα του κινηματογράφου (Ιζαμπέλ Ατζανί) την οποία τώρα ο πρώτος συνοδεύει για να βιοπορίζεται και να ξεφεύγει από την ανία της ζωής του. Ωστόσο, στην πορεία, από το σενάριο του Μπεντό θα ξεπεταχθούν διάφορα άλλα πρόσωπα που θα παίξουν τον δικό τους ρόλο στην ιστορία που κρύβει μπόλικες εκπλήξεις μέχρι την αυλαία του φινάλε.
Σκηνοθέτης τεσσάρων μέχρι σήμερα ταινιών μεγάλου μήκους, ο Νικολά Μπεντό έκανε για πρώτη φορά ηχηρή την παρουσία του με τη δραματική κομεντί «Ραντεβού στο Belle Epoque» (2019) όπου πρωταγωνιστούν ο Ντανιέλ Οτέιγ και η Φανί Αρντάν.
Η επιτυχία της ταινίας ακολούθησε την αποτυχία της πρώτης του, «Ο κύριος και η Κυρία Αντελμάν» (2017) και τη μάλλον χλιαρή υποδοχή της τρίτης του, της κωμωδίας κατασκόπων «Μυστικός πράκτορας OSS 177: Από την Αφρική με αγάπη».
«Πάντα υπάρχει πίεση όταν αναλαμβάνεις να κάνεις μια ταινία, πολύ περισσότερο όταν ακολουθείται από μια μεγάλη επιτυχία» είπε ο σκηνοθέτης. «Οπότε μια σχετική πίεση την είχα εφόσον το “Ραντεβού στο Belle Epoque” είχε γίνει επιτυχία.
Ομως την ίδια ώρα η πρώτη μου ταινία αγνοήθηκε όταν παίχτηκε στις αίθουσες, ανεξάρτητα από το ότι αργότερα απέκτησε μια δεύτερη ζωή.
Οπότε, νομίζω ότι παρά τις πιέσεις που ούτως ή άλλως υπάρχουν πάντα, οφείλεις να έχεις καθαρό μυαλό πάνω σε αυτό που κάνεις και να μην σε απασχολεί τίποτε άλλο από τη δημιουργία ενός όσο καλύτερου γίνεται αποτελέσματος.
Από τη δική του πλευρά το “Καμουφλάζ” αγκαλιάστηκε από αρκετούς θεατές, αν και αρκετοί ενοχλήθηκαν από τη σκοτεινή του διάθεση ή από το γεγονός ότι οι χαρακτήρες δεν γίνονται αμέσως αγαπητοί. Ιδίως οι παλαιότερες γενιές φάνηκε να μη συμφωνούν, χωρίς αυτό να με πειράζει πάντως γιατί έκανα ακριβώς αυτό που πίστευα πως θα έπρεπε να κάνω».
Η ιστορία μιας χαμένης ψυχής
Ενας λόγος παραπάνω ότι το «Καμουφλάζ» είναι μια ταινία που με μυθιστορηματικό τρόπο αφηγείται μια αρκετά θλιβερή περίοδο της ζωής του ίδιου του Μπεντό. Στα 23 του χρόνια ο σκηνοθέτης βυθιζόταν «στην απραξία και στα λεφτά των άλλων» είπε.
«Θα μπορούσες να πεις ότι είναι η ιστορία μιας χαμένης ψυχής που συντηρείται από μεγαλύτερες γυναίκες και πρόκειται να ερωτευτεί μια άλλη χαμένη ψυχή, την οποία συντηρούν μεγαλύτεροι άντρες. Είναι όμως επίσης η ιστορία ενός λανθάνοντος πολέμου μεταξύ των φύλων και γενεών και τέλος ένα πολύ υποκειμενικό πορτρέτο της Γαλλικής Ριβιέρας».
Αλλά και κινηματογραφικά μιλώντας, το «Καμουφλάζ» είναι πολλά πράγματα. Καταπιάνεται με διάφορα είδη, από το ερωτικό δράμα μέχρι το φιλμ νουάρ και συγχρόνως είναι μια ταινία που θέλει να ασκήσει κάποιας μορφής κοινωνική κριτική.
Ο ίδιος ο Μπεντό παραδέχεται ότι δανείστηκε στοιχεία από δω και από εκεί. Λίγο από το σασπένς και τη πνευματώδη διάθεση κλασικών χολιγουντιανών φιλμ όπως το «Κυνήγι του Κλέφτη», λίγο από την ατμόσφαιρα της «Λεωφόρου της Δύσης» και ποιος αλήθεια δεν μπορεί να διακρίνει την αναφορά στο κλασικό νουάρ του Μπίλι Γουάιλντερ «Διπλή Ταυτότητα».
Ομως ως σκηνοθέτης ο Μπεντό ούτε σε κάτι συγκεκριμένο ήθελε να δώσει προτεραιότητα από την αρχή, ούτε δούλεψε με στρατηγική τη δομή της ταινίας του. «Δεν συνηθίζω να εργάζομαι με αυτόν τον τρόπο. Ο αυθορμητισμός είναι για μένα το κλειδί και αυθόρμητα προσπαθώ πάντα να δουλεύω. Με γοητεύει αυτή η εναλλαγή, η μείξη των διαφορετικών χρωματισμών που μπορούν να παραχθούν κυρίως με το ένστικτο.
Η αμερικανίδα κριτικός κινηματογράφου Πολίν Καέλ είπε κάποτε ότι οι ταινίες μοιάζουν με τους σκηνοθέτες που τις φτιάχνουν. Ο Ταραντίνο καπνίζει μαριχουάνα, άρα οι ταινίες του μοιάζουν να είναι φτιαγμένες σαν να καπνίζουν μαριχουάνα. Ο Μάρτιν Σκορσέζε έκανε κοκαΐνη, οπότε οι ταινίες του μοιάζουν λίγο σαν “γραμμές” κοκαΐνης.
Οσο για μένα, οι φίλοι μου έχουν παρατηρήσει ότι με τη μείξη διαθέσεων που έχω οι ταινίες μου είναι την ίδια ώρα σαρκαστικές, ρομαντικές, εύθραυστες και διακρίνονται από μια ανυπομονησία. Αυτή η ανυπομονησία οφείλεται στον φόβο μη βαρεθώ των εαυτό μου ενώ κάνω μια ταινία.
Η ανυπομονησία σκοτώνει την ανία. Αρα αναζητώ τον ενθουσιασμό ίσως μια ιδέα παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται για να βρίσκομαι διαρκώς στις επάλξεις και να αφήσω ικανοποιημένο το υστερικό κομμάτι του εαυτού μου. Το ότι εργάζομαι συνέχεια, γράφω συνέχεια, δεν μπορεί παρά να σημαίνει ένα είδος αποζημίωσης για την ψυχική αναταραχή μου».
Η παρεξήγηση με την Ατζανί
Πολύ πιθανόν ένας ακόμα τρόπος για να μη βαρεθείς ποτέ γυρίζοντας μια ταινία είναι να κλείσεις συμφωνία με την Ιζαμπέλ Ατζανί ως πρωταγωνίστρια, καθώς η Ατζανί είναι μια ηθοποιός διάσημη και για την εκκεντρικότητά της.
Ο Μπεντό χαμογελάει. «Αποδέχθηκε τον ρόλο αλλά δεν είχε ουδεμία σχέση με την ηρωίδα που θα υποδυόταν» είπε. «Ισως γι’ αυτό να μην ένιωσε αμέσως ασφαλής με την ηρωίδα, οπότε στην αρχή να πήρε μια κωμική απόσταση από αυτήν.
Ηταν μια υπερβολή και όχι κάτι που ήθελα. Χρειάστηκε να περάσουν περίπου δέκα ημέρες για να καταλάβει ότι δεν είχα κακές διαθέσεις, ότι βρισκόμουν με το μέρος της και ότι μπορούσε να με εμπιστευτεί.
Της έδειξα κάποιες σκηνές που είχαμε τραβήξει για να της δώσω να καταλάβει τι ακριβώς ήθελα από αυτήν. Οταν έγινε αυτό και άρχισε να μου δείχνει εμπιστοσύνη, τότε η συνεργασία μας δεν ήταν παρά διασκέδαση».