«Περηφάνια, φόβο κι αγωνία». Αυτά τα συναισθήματα βίωσαν ροδίτες γονείς νεαρών παιδιών, τα οποία, επιστρέφοντας από τις σπουδές στο νησί για τις θερινές διακοπές, βρέθηκαν να προστατεύουν ως τα ξημερώματα τα δάση της Ρόδου.
Μπροστάρηδες «τα παιδιά του χωριού», οι ντόπιοι νέοι που μόλις είδαν τις φωτιές να καίνε ανεξέλεγκτα, ρίχτηκαν πρώτοι στη μάχη για να σώσουν τον τόπο τους από την καταστροφή, την ώρα που οι μεγαλύτεροι διέσωζαν ζώα και μαγείρευαν για τους αγωνιστές της πρώτης γραμμής.
«Εχω τρία παιδιά, τον μικρό που σπουδάζει στη Θεσσαλονίκη, την κόρη μου που σπουδάζει στην Αθήνα και τον μεγάλο μου γιο που σπούδαζε στην Κρήτη», λέει στα ΝΕΑ η Βίκυ Θεολόγη, εκπαιδευτικός, κάτοικος Ιαλυσού.
«Πρώτη έφυγε η κόρη μου για τα βουνά. Ζητούσαν κόσμο να σβήνει τα “καντηλάκια”. Μου λέει “θα πάμε”, της λέω “πρόσεχε”. Ηξερε, βέβαια, γιατί είχαμε ανέβει ξανά μαζί να πάμε φαΐ στα ζώα. Αγοράζαμε τροφή για τα ελάφια και τα άλλα ζώα του βουνού σε τσουβάλια, τα φορτώναμε στο αμάξι και τα αφήναμε σε συγκεκριμένα σημεία.
Μετά, ενεργοποιήθηκε και ο μεγάλος με τους φίλους του. Επαιξε ρόλο ότι εδώ υπάρχει η νεολαία των χωριών της Ρόδου που ενεργοποιήθηκε και “παρέσυρε” και τα παιδιά της πόλης. Τις πρώτες μέρες που γύριζε, μου περιέγραφε τι γινόταν και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι έπαιρνε μέρος σε κάτι τέτοιο.
Το συζητούσα και με άλλες μητέρες. Νιώθαμε περήφανες, όμως υπήρχε τεράστια αγωνία και φόβος. Πριν από μία βδομάδα έβγαιναν για ποτό και, λίγες μέρες μετά, ήταν μπροστά σε φλόγες ύψους 30 μέτρων.
Είχαν άγνοια κινδύνου και το πήραν πολύ προσωπικά. Εβαζαν βενζίνη ρεφενέ και πήγαιναν. Είναι μια νεολαία που μας έκανε να ξαναπιστέψουμε ότι μπορεί να υπάρχει ένα μέλλον πιο φωτεινό».
«Θέλαμε να ξαναφύγουμε, να πάμε πίσω»
«Ο χαμός ξεκίνησε μετά την τρίτη μέρα», περιγράφει στα ΝΕΑ ο 24χρονος Α.Γ. που βρέθηκε, εν μιά νυκτί, από τα φοιτητικά αμφιθέατρα στη μάχη με τον πύρινο εφιάλτη. «Αρχίσαμε να λέμε με φίλους να πάμε.
Φεύγαμε με ένα αμάξι – η νότια Ρόδος είναι καμιά ώρα δρόμος -, μας έλεγαν οι πυροσβέστες τι να κάνουμε, συνήθως ήμασταν πίσω τους και κρατούσαμε τις μάνικες. Μερικές φορές μέναμε όλη νύχτα.
Ολα τα βουνά ήταν γεμάτα φωτιά αλλά όταν βλέπαμε μια σπίθα να σβήνει, παίρναμε τα πάνω μας και συνεχίζαμε. Οταν φτάναμε στα χωριά, μας είχαν πει και παρκάραμε πάντα με κατεύθυνση αντίθετη προς την πόλη, ώστε σε περίπτωση που γίνει στραβή να φύγουμε γρήγορα.
Οταν φτάναμε εκεί, μας φόρτωναν σε αγροτικά και μπαίναμε στα μέτωπα. Κι όταν γυρίζαμε σπίτι, θέλαμε να ξαναφύγουμε, να πάμε πίσω. Το είχαμε πάρει προσωπικά».
Ενα από τα «παιδιά του χωριού», ο 34χρονος Τσαμπίκος Γαντάρης, επαγγελματίας οδηγός τουριστικών λεωφορείων, γεννημένος στον Αρχάγγελο, διηγείται τα δραματικά γεγονότα που έκαναν τον γύρο του κόσμου όπως τα έζησε ο ίδιος κι οι φίλοι του.
«Στο μέτωπο στον Απόλλωνα ήταν η πρώτη φορά που λάμβανα μέρος σε κατάσβεση πυρκαγιάς. Φόβος δεν υπήρξε. Φόβο νιώθαμε για την καταστροφή του νησιού. Μάνικα πιάσαμε πρώτη φορά την 3η μέρα στην περιοχή Λαέρμα. Είχαμε ΙΧ με υδροφόρες, αντλίες και μάνικες.
Κι άλλες φορές, ένας συγκεκριμένος πυραγός που είδε ότι μπορούμε να προσφέρουμε, μας έβαζε στο πυροσβεστικό όχημα και πηγαίναμε μαζί του στα μέτωπα. Συγκλονιστική ήταν μια βραδιά στις Εφίλες της Ρόδου», λέει ο 34χρονος εξηγώντας πώς άνοιξε μαζί με 100 εθελοντές αντιπυρική ζώνη και, κρεμασμένοι με σχοινιά σε μια χαράδρα, κατάφεραν να ανακόψουν μια φωτιά που απειλούσε δύο χωριά και ένα πυκνό δάσος.
«Οι επεμβάσεις των εθελοντών ήταν καθοριστικές», παραδέχεται και παραθέτει περιπτώσεις που χαράχτηκαν στη μνήμη του. «Ενα παιδί επικοινώνησε μαζί μου στα σόσιαλ μίντια, την 4η μέρα της πυρκαγιάς από τη Νορβηγία. Την 5η μέρα ήρθε με πτήση στη Ρόδο στις 2 το βράδυ και το πρώτο που έκανε ήταν να μου στείλει μήνυμα να μου πει “έφτασα, πες μου πού είσαι τώρα, έρχομαι για βοήθεια”».