Θα είναι πιο φονική από την COVID; Πιο επικίνδυνη από τον καρκίνο; Θα μοιάζει με «μάστιγα», όπως ισχύει για τα συνηθέστερα χρόνια νοσήματα, π.χ. διαβήτη ή καρδιαγγειακά;
Αυτά είναι μόνο μερικά από τα ερωτήματα που απασχολούν τους επιστήμονες παγκοσμίως όταν επιχειρούν να λύσουν την εξίσωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στη δημόσια υγεία και να υπολογίσουν τη ζημιά.
Και το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι πάντα το… χειρότερο.
Το 70% των θανάτων παγκοσμίως προκαλείται από ασθένειες που θα μπορούσαν να επιδεινωθούν από την υπερθέρμανση του πλανήτη, ήταν ένα από τα πορίσματα της έκθεσης της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ που κοινοποιήθηκε πέρυσι.
Και οι ειδικοί επιβεβαιώνουν πως οι προειδοποιήσεις αυτές δεν αποτελούν σενάρια αλλά βεβαιότητα εφόσον δεν αντιστραφεί η κατάσταση.
Ενα από τα κυριότερα συστήματα του οργανισμού, το αναπνευστικό, είναι αυτό που πλήττεται λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της κλιματικής αλλαγής, σημειώνει μιλώντας στα «ΝΕΑ» η πνευμονολόγος στο νοσοκομείο «Σωτηρία» και πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Πνευμονολόγων, Σταματούλα Τσικρικά.
«Η αύξηση της θερμοκρασίας επιφέρει διαταραχές στην ύγρανση του κατώτερου και του ανώτερου αναπνευστικού. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να διαταραχθούν οι ισορροπίες και οι μηχανισμοί άμυνας, με αποτέλεσμα την παρόξυνση των συμπτωμάτων σε χρονίως πάσχοντες», όπως τα άτομα που πάσχουν από Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), βρογχικό άσθα και διάμεσες πνευμονοπάθειες.
«Κλινικά συμπτώματα όπως δύσπνοια, συριγμός, σφίξιμο στο στήθος, παραγωγικός βήχας, μη παραγωγικός βήχας ή βήχας κατά την άσκηση, κατά τις νυχτερινές ή πρωινές ώρες, μπορούν να παρουσιαστούν τόσο άμεσα όσο και σε χρονικό διάστημα πέραν του εξαμήνου, τα οποία είναι ικανά να οδηγήσουν σε αναζήτηση άμεσης ιατρικής βοήθειας» προσθέτει η ίδια.
Αντίστοιχη είναι η επιβάρυνση και για τους ασθενείς με καρδιαγγειακά νοσήματα.
Οπως διευκρινίζει ο καθηγητής Καρδιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Κωνσταντίνος Τσιούφης, «οι υψηλές θερμοκρασίες και κυρίως οι αιφνίδιες μεταβολές στον καιρό είναι βέβαιο ότι έχουν αρνητικές επιπτώσεις. Οι απότομες κλιματικές εναλλαγές δημιουργούν πρόβλημα προσαρμοστικότητας στο καρδιαγγειακό σύστημα, επιβαρύνοντας τους χρονίως πάσχοντες».
Παράλληλα όμως, όπως επισημαίνει ο καθηγητής, η κλιματική αλλαγή «μπορεί δυνητικά να επηρεάσει και άτομα που δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα υγείας. Είναι πιθανόν να γίνουν πιο ευάλωτοι, να αναπτυχθούν νέα καρδιαγγειακά νοσήματα ή να εμφανιστούν διαφορετικές εκφράσεις σε ήδη γνωστά νοσήματα».
Οι συνέπειες
Οι πυρκαγιές είναι ένα ακόμα θέμα που θέτει στο τραπέζι της συζήτησης ο κ. Τσιούφης, σημειώνοντας πως τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί σημαντικά, ως απόρροια των υψηλών θερμοκρασιών και της έντονης ξηρασίας. Και προσθέτει με νόημα πως ο καπνός από τις φωτιές που ξεσπούν «έχει όλα τα χαρακτηριστικά των τοξικών και καρκινογόνων ουσιών».
Εν τω μεταξύ και σύμφωνα με την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία τα αέρια, οι ατμοσφαιρικοί ρύποι, οι υδρατμοί και τα σωματίδια που εκλύονται από την καύση του ξύλου – και όχι μόνον – αυξάνουν τον κίνδυνο για καρδιακές παθήσεις τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Η απόδειξη; Ο ίδιος επικαλείται διεθνείς έρευνες του 2018 και του 2020 που έδειξαν ότι η έκθεση στον καπνό δασικής πυρκαγιάς είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού επισκέψεων στα επείγοντα κατά 42% για καρδιακές προσβολές και 22% για ισχαιμική καρδιοπάθεια. Επίσης, έρευνα από τον Καναδά έδειξε ότι η πυρκαγιά φαίνεται να επηρέασε τους κατοίκους τόσο κοντινών όσο και μακρινών πόλεων (έως και 50 χλμ. από το επίκεντρο της πυρκαγιάς) αυξάνοντας κατά 4,9% τον κίνδυνο για καρκίνο του πνεύμονα και κατά 10% για όγκο στον εγκέφαλο σε διάστημα μιας δεκαετίας.
Ενα εξίσου σημαντικό κεφάλαιο όμως, στο οποίο… σκύβουν ολοένα και περισσότεροι ειδικοί, είναι ο φόβος που φωλιάζει στις ψυχές των ανθρώπων εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Συνολικά, τα στοιχεία που εξετάζουν τη σχέση μεταξύ της κλιματικής αλλαγής και της ψυχικής υγείας είναι περιορισμένα, αναφέρουν οι ειδικοί του πανεπιστημίου «UCL» στο Λονδίνο.
Εντούτοις, όπως προσθέτουν, υπάρχουν σημαντικά τεκμήρια που συνηγορούν πως αυτή η αλληλεπίδραση κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι. «Οι υψηλές θερμοκρασίες και οι καύσωνες έχουν συνδεθεί με αυξημένο ποσοστό αυτοκτονιών. Οι υψηλές θερμοκρασίες έχουν επανειλημμένα συνδεθεί με την αύξηση του βίαιου εγκλήματος – το οποίο μπορεί με τη σειρά του να επηρεάσει αρνητικά την ψυχική υγεία. Οι υψηλές θερμοκρασίες μπορούν επίσης να οδηγήσουν σε κακή ποιότητα ύπνου και μειωμένη ικανότητα εργασίας, άρα και σε οικονομικές απώλειες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ψυχική υγεία».
Αντίστοιχα, η εμπειρία ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως πλημμύρες ή φωτιές, έχει συνδεθεί «με αυξημένο επιπολασμό της κατάθλιψης, του μετατραυματικού στρες και άλλων αγχωδών διαταραχών», χωρίς να αναφέρονται οι επιπτώσεις από άλλες καταστάσεις που μπορεί να ανακύψουν λόγω της κλιματικής αλλαγής, όπως είναι ο υποσιτισμός, η μετανάστευση κ.ο.κ.
Στην ανάλυσή τους όμως οι ειδικοί του «UCL» δεν αμελούν να αναφέρουν και το «οικολογικό άγχος», που ορίζεται από την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία ως «ο χρόνιος φόβος για την περιβαλλοντική καταστροφή» και βιώνεται ιδιαίτερα από τις νεότερες γενιές. Και παρότι δεν αναγνωρίζεται ως διαταραχή – δεδομένου πως αφενός ο φόβος εδράζεται σε πραγματικά γεγονότα και αφετέρου ο ακτιβισμός μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία – μπορεί «επίσης να προκαλέσει ή να επιδεινώσει το στρες και τις διαταραχές ψυχικής υγείας».