Με την έλευση του Αυγούστου, που όλοι ελπίζουμε να μην αποδειχθεί ένας ακόμα μήνας με καταστροφικές φωτιές αλλά, αντιθέτως, όσο το δυνατόν ανέμελος, η χώρα παίρνει δυνάμεις για την επαναφορά κάποιας κανονικότητας από τον Σεπτέμβριο. Οπου ανάμεσα στα σημαντικά πολιτικά γεγονότα θα είναι και η επιλογή του νέου ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ. Η διαδικασία έχει οριστεί για τις 10 και 16 Σεπτεμβρίου και οι υποψήφιοι είναι μέχρι στιγμής τέσσερις: Αχτσιόγλου, Τσακαλώτος, Παππάς και Τζουμάκας. Θα υπάρξουν άλλοι; Αγνωστο.

Μεταξύ όλων των παραπάνω είναι ξεκάθαρο ότι υπάρχουν εντελώς αποκλίνουσες απόψεις για τη μελλοντική πορεία του κόμματος: η Αχτσιόγλου τον θέλει μάλλον πιο κεντροσταφή αλλά δεν το λέει και πολύ καθαρά, το ίδιο και ο Παππάς που όμως το λέει, ενώ ο Τσακαλώτος «επιμένει αριστερά», με τον Τζουμάκα να παραμένει στις πρωτοπασοκικές καταβολές του. Σε όλους όμως η λέξη, ή έστω το συνθετικό «αριστερά» είναι το κύριο στοιχείο πολιτικού προσανατολισμού. Το τοτέμ. Το γράαλ. Δεν το αγγίζουν. Και αυτό πρέπει να τους οδηγήσει στο ερώτημα το οποίο κατά πάσα πιθανότητα δεν έχουν ποτέ μέχρι σήμερα θελήσει να αντιμετωπίσουν κατάματα, όχι με οδηγό τις ιδεολογικές κατευθύνσεις ή τις επιθυμίες τους, αλλά την ιστορική πραγματικότητα. Ερώτημα στο οποίο οφείλουν να απαντήσουν αν θέλουν να ξέρουν πού πατάνε και πού βρίσκονται: Υπήρξε ποτέ η Ελλάδα αριστερή;

Η απάντηση, δυστυχώς γι’ αυτούς, είναι ότι οι Ελληνες ουδέποτε υπήρξαν αυτό που λέμε «αριστεροί». Και δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι προτίθενται να γίνουν. Αν υπάρχει κάτι, είναι το ακριβώς αντίθετο. Ούτε σε πλειοψηφικό, μα ούτε καν σε σοβαρό μειοψηφικό επίπεδο.

Στην προ πτώχευσης περίοδο όταν ο ΣΥΡΙΖΑ εν μέσω και ελέω κρίσης και απελπισίας κατάφερε να σχηματίσει συγκυβέρνηση με την Ακροδεξιά του Καμένου, η Αριστερά, η ΕΔΑ υπό τον Πασαλίδη, είχε πετύχει το ιστορικά κορυφαίο αποτέλεσμά της στις εκλογές του 1958 όταν έγινε αξιωματική αντιπολίτευση με 24,42% έναντι του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της ΕΡΕ που έλαβαν 41,16% – τα ποσοστά μοιάζουν αρκετά με αυτά της νυν Βουλής. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων (δεν είχε σχηματιστεί ακόμα η ανανεωμένη Ενωσις Κέντρου) υπό τους Γεώργιο Παπανδρέου και Σοφοκλή Βενιζέλο, ήρθε τότε τρίτο με 20,67%, υφιστάμενο έναν τρομερό κραδασμό.

Ομως, υπάρχει εδώ μία «λεπτομέρεια» που σχεδόν ουδείς σημειώνει: πώς εξηγούνται και αυτή η άνοδος και η πτώση που την ακολούθησε λίγο μετά; Τι έγινε και στις εκλογές του 1961 η Αριστερά «ξεφούσκωσε» στο 14,6%, ενώ το Κέντρο εκτινάχθηκε στο 33,6% – ακόμα κι αν δεν αναφέρει κανείς την άνοδο της ΕΡΕ στο 50,8% που (με κάποια καθυστέρηση) καταγγέλθηκε από τον «Γέρο» (και όχι από την ΕΔΑ) ως προϊόν «βίας και νοθείας»; Εκείνο που έγινε είναι ότι η ΕΔΑ (που δεν ήταν «των Πρεσπών») από το 1955 και μετά είχε ταυτιστεί πλήρως με τους αγώνες της ΕΟΚΑ στην Κύπρο. Ηταν πρώτη στις διαδηλώσεις που διαρκώς γίνονταν στην Αθήνα με τεράστια συμμετοχή και με κύριο στόχο τους Αγγλους. Και το 1958, αυτό εκφράστηκε στην κάλπη. Ομως, το 1959 υπογράφηκαν οι ιδρυτικές συμφωνίες της Κυπριακής Δημοκρατίας και, συνεπώς, ο παράγοντας αυτός εξέλειπε στις εκλογές του 1961. Αυτό βύθισε την ΕΔΑ και την έστειλε πίσω στα πραγματικά ιδεολογικοπολιτικά ποσοστά της Αριστεράς, όπως ακριβώς έγινε και τώρα με τον ΣΥΡΙΖΑ και με την κρίση: φούντωσε μέσα από αυτήν, ξεφούσκωσε μαζί με αυτήν. Και τέλος.

Αυτή είναι όλη κι όλη η κοινοβουλευτική ιστορία ισχύος της Αριστεράς στην Ελλάδα: μόνο μέσα από κρίσεις. Και αυτά τα όριά της. Και αν δεν το έχουν καταλάβει οι υποψήφιοι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ, κακό δικό τους. Οπως κι αν δεν έχουν επίσης καταλάβει ότι η Αριστερά αργοσβήνει πια σχεδόν παντού. Οχι μόνον εδώ.