Αμετανόητος, κυνικός και με άγνοια κινδύνου εμφανίστηκε ο Ντόναλντ Τραμπ, για μια ακόμα φορά, χθες. Την ημέρα δηλαδή η οποία σφραγίστηκε από την τρίτη μέσα στους τελευταίους τέσσερις μήνες επίσημη δίωξη και σύλληψη του τέως προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών – και μεγάλου φαβορί για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών.

«Κατευθύνομαι τώρα προς την Ουάσιγκτον, προκειμένου να συλληφθώ επειδή αμφισβήτησα τις διεφθαρμένες και νοθευμένες εκλογές που μας έκλεψαν.

Αποτελεί μια μεγάλη τιμή για εμένα, διότι με συλλαμβάνουν για εσάς. Κάντε πάλι μεγάλη την Αμερική!» ανέφερε η ανάρτησή του στο Truth Social, λίγες ώρες προτού ξεκινήσει από το Νιου Τζέρσι για να παρουσιαστεί (λίγο μετά τις 10 ώρα Ελλάδας) στο δικαστήριο που απέχει μόλις ένα χιλιόμετρο από το Καπιτώλιο, το οποίο είχαν καταλάβει προσωρινά οι οπαδοί του στις 6 Ιανουαρίου 2021.

Επιχείρησε δε εκ νέου να εμφανιστεί ως πολιτικά διωκόμενος, προκαλώντας ευθέως τους εισαγγελείς και τους πολιτικούς του αντιπάλους: «Χρειάζομαι ένα ακόμα κατηγορητήριο για να διασφαλίσω την εκλογή μου» έγραψε – ενώ αργότερα επιτέθηκε στον Τζο Μπάιντεν και την οικογένειά του, κατηγορώντας τους ότι κλέβουν εκατομμύρια και δωροδοκούνται από ξένες κυβερνήσεις.

Οι δηλώσεις

«Τραμπ ή θάνατος» ήταν το σύνθημα σε μια σημαία των – μάλλον λιγοστών – υποστηρικτών του που είχαν συγκεντρωθεί κοντά στο δικαστήριο, υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, με σκοπό να του εκφράσουν την πίστη τους. Ο ίδιος, από την πλευρά του, εξερχόμενος από το κτίριο μετά τη σύντομη διαδικασία που διήρκεσε περίπου 30 λεπτά, δεν έκανε δηλώσεις. Μίλησε, όμως, σε 18 δημοσιογράφους που τον συνόδευσαν στην αυτοκινητοπομπή του προτού αναχωρήσει από το αεροδρόμιο, κάνοντας λόγο για «θλιβερή ημέρα για την Αμερική» και για «δίωξη εις βάρος ενός πολιτικού αντιπάλου».

Οπως συνέβη και τις προηγούμενες δύο φορές – στις 3 Απριλίου και στις 13 Ιουνίου – ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ δήλωσε αθώος και αφέθηκε ελεύθερος (με όρους παρόμοιους), αφού άκουσε να του απαγγέλλονται επισήμως οι κατηγορίες, που αυτή τη φορά αφορούσαν τη συνωμοσία με σκοπό την ακύρωση του αποτελέσματος των εκλογών του 2020 και των διαδικασιών επικύρωσης.

Η δικαστής αναφέρθηκε και στις ποινές που επισύρουν οι συγκεκριμένες κατηγορίες, οι οποίες κυμαίνονται από 5 ως 20 χρόνια φυλάκισης, ενώ ως πρώτη ημερομηνία ακρόασης για την υπόθεση επελέγη η 28η Αυγούστου.

Το επόμενο βήμα είναι να οριστεί η έναρξη της δίκης, με σοβαρή πιθανότητα αυτή να είναι εν μέσω κορύφωσης της προεκλογικής περιόδου για την αναμέτρηση του Νοεμβρίου του 2024.

Ηδη, άλλωστε, η αντίστοιχη διαδικασία για την υπόθεση της υπεξαίρεσης εμπιστευτικών κρατικών εγγράφων, που παραπέμπει στον νόμο περί προδοσίας, πρόκειται να ξεκινήσει στις 20 Μαΐου, ενώ κάτι ανάλογο αναμένεται να συμβεί και με την υπόθεση της απόπειρας εξαγοράς μάρτυρα, με πρωταγωνίστρια τη Στόρμι Ντάνιελς.

«Δημοψήφισμα οι εκλογές»

Σε αυτό το φόντο, είναι μάλλον εύστοχη η εκτίμηση του Associated Press ότι οι εκλογές του 2024 θα μετατραπούν πρακτικά σε ένα δημοψήφισμα για το εάν ο 77χρονος τέως πρόεδρος πρέπει να μπει ή όχι στη φυλακή.

«Αυτή η εκλογική αναμέτρηση ενδέχεται να αφορά κυριολεκτικά την προσωπική ελευθερία του Ντόναλντ Τραμπ.

Δεν συνιστά υπερβολή να πούμε ότι, στην περίπτωση που καταδικαστεί, μπορεί να οδηγηθεί στη φυλακή, εκτός εάν κερδίσει τις εκλογές και αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες του δικαστικού συστήματος προκειμένου να αντιστρέψει, να παγώσει ή και να ακυρώσει την απόφαση» δήλωσε στο ΑΡ ο έμπειρος σύμβουλος στρατηγικής των Ρεπουμπλικανών, Αρι Φλάισερ, περιγράφοντας το διακύβευμα.

Στο μεταξύ, ακόμα και τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων είναι αντιφατικά.

Για του λόγου το αληθές, σύμφωνα με έρευνα για λογαριασμό του CNN, το 70% των φιλικά προσκείμενων προς τους Ρεπουμπλικανούς εξακολουθεί να θεωρεί ότι η εκλογή του Μπάιντεν το 2020 ήταν παράνομη, υιοθετώντας πλήρως τους τοξικούς ισχυρισμούς του Τραμπ.

Την ίδια στιγμή, άλλη δημοσκόπηση της Ipsos για το Reuters έδειξε ότι στην περίπτωση που ο Τραμπ καταδικαστεί, το 45% των Ρεπουμπλικανών δεν προτίθεται να τον ψηφίσει, με το ποσοστό να αυξάνεται στο 52% εφόσον φυλακιστεί.

Δεν χωράει αμφιβολία λοιπόν πως η πορεία προς τις εκλογές του 2024 θα διαφέρει πολύ από όλες τις προηγούμενες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.