Η μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού στα τρόφιμα, η οποία συνεχίζει παρά την αποκλιμάκωση που είχαν άλλα προϊόντα και υπηρεσίες τους προηγούμενους μήνες, θα συνεχίσει και το επόμενο διάστημα, κάτι το οποίο αναμένεται να αποτυπωθεί στα στοιχεία του πληθωρισμού για τον Ιούλιο που ανακοινώνονται σήμερα από την ΕΛΣΤΑΤ. Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, η γεωπολιτική κρίση στην Ουκρανία, η κλιματική κρίση και τα έντονα καιρικά φαινόμενα που έπληξαν σημαντικά αγροτικές καλλιέργειες τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες δημιούργησαν ελλείψεις αυξάνοντας τις τιμές.
Στην Ελλάδα οι βροχοπτώσεις έφεραν καταστροφές σε καλλιέργειες στη Βόρεια Ελλάδα, τη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα, ενώ καταστροφές προκάλεσαν και οι πυρκαγιές σε διαφορές περιοχές της χώρας όπως στην Πελοπόννησο, την Εύβοια, τη Ρόδο, επηρεάζοντας δενδροκαλλιέργειες (π.χ. ελαιοκαλλιέργειες), τα μελίσσια, ακόμα και την κτηνοτροφία. Επιπλέον φέτος και το θέμα της έλλειψης των εργατικών χεριών αποτέλεσε έναν ακόμα αρνητικό παράγοντα που αύξησε το κόστος συγκομιδής. Η μειωμένη παραγωγή δημιουργεί νέο πονοκέφαλο καθώς η Ελλάδα είναι εξαρτώμενη από εισαγωγές σε σιτηρά, γαλακτοκομικά, πρώτες ύλες για τη βιομηχανία τροφίμων αλλά και αγροεφόδια, γεγονός που κάνει ιδιαίτερα ευάλωτη τη διαμόρφωση των τιμών και κρατά σε υψηλά επίπεδα τον πληθωρισμό των τροφίμων.
Η κατάσταση με τις τιμές των τροφίμων έχει οδηγήσει, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, την Ελλάδα να εμφανίζει τη μεγαλύτερη αύξηση στην ΕΕ στις τιμές βασικών αγαθών διατροφής. Στα φυτικά έλαια και λίπη, σε ετήσια βάση, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 14,3%, ενώ στην ΕΕ 5,5%. Η τιμή του χοιρινού κρέατος κατέγραψε τον Ιούνιο αύξηση κατά 14,8% (έναντι 11,1% στην ΕΕ). Στα αβγά η αύξηση διαμορφώθηκε στο 16,6% στην Ελλάδα (16,5% στην ΕΕ), ενώ στο βούτυρο η ετήσια αύξηση ήταν 7,7% (στην ΕΕ μειώθηκε κατά 2,5%). Ο πληθωρισμός στα τρόφιμα και στα προϊόντα διατροφής είναι περίπου στο 12%, και αυτό δυσκολεύει ιδιαίτερα τα νοικοκυριά που αναμένουν έναν επίσης δύσκολο χειμώνα σύμφωνα με τις μέχρι τώρα ενδείξεις. Μάλιστα σήμερα αναμένονται και τα νέα στοιχεία του πληθωρισμού για τον μήνα Ιούλιο από την Ελληνική Στατιστική Αρχή τα οποία εκτιμάται ότι θα δείξουν αύξηση σε σχέση με την αποκλιμάκωση που σημειώθηκε το προηγούμενο διάστημα. Και οι πρόσφατες αυξήσεις αναμένεται να διατηρήσουν τις ανοδικές πιέσεις για το επόμενο διάστημα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τον Ιούνιο οι τιμές των φρέσκων φρούτων αυξήθηκαν κατά 28,8% σε σχέση με τον Μάιο, δηλαδή μέσα σε έναν μήνα.
Είναι, επίσης, ενδεικτικό ότι τον Ιούνιο σε σχέση με έναν χρόνο πριν οι τιμές στην Ελλάδα κατέγραψαν διψήφιες αυξήσεις και συγκεκριμένα στο ψωμί και τα δημητριακά κατά 9,5%, στο κρέας 11,4%, στα ψάρια 6,7%, στα γαλακτοκομικά και τα αβγά 15,3%, στα έλαια και τα λίπη 14,2%, στα φρούτα 10,2%, στα λαχανικά 14,7%, στη ζάχαρη, τις σοκολάτες, τα γλυκά και τα παγωτά 10,9%, στον καφέ 10,5%, στα αναψυκτικά και τους χυμούς κατά 13,2% και στα λοιπά τρόφιμα κατά 15,6%.
Ρύζι, λάδι, ζάχαρη
Ο Δείκτης Τιμών Τροφίμων του FAO, ο οποίος παρακολουθεί τις μηνιαίες μεταβολές στις διεθνείς τιμές των κοινώς διακινούμενων ειδών διατροφής, εμφανίζει αύξηση κατά 1,3% τον Ιούλιο σε σχέση με τον Ιούνιο, λόγω του υψηλότερου κόστους για το ρύζι και το λάδι. Μάλιστα, η αύξηση αυτή ήταν η πρώτη μετά τον περασμένο Απρίλιο, όταν οι υψηλότερες τιμές της ζάχαρης οδήγησαν σε αύξηση. Σύμφωνα με το Διεθνές Συμβούλιο Ελαιολάδου, η παραγωγή ελαιολάδου στην Ισπανία και την Ιταλία, τους σημαντικότερους παραγωγούς στον κόσμο, μειώθηκε κατά 20% την περίοδο 2022-2023 λόγω της ξηρασίας, με ό,τι αυτό σημαίνει για τη διαμόρφωση των τιμών το επόμενο διάστημα και στην Ελλάδα εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης που θα υπάρξει.
Σε νέο ράλι βρίσκονται οι διεθνείς τιμές του σιταριού που αυξήθηκε κατά 1,6%, σημειώνοντας την πρώτη άνοδο το τελευταίο εννεάμηνο, κυρίως λόγω της αβεβαιότητας σχετικά με τις εξαγωγές της Ουκρανίας ως αποτέλεσμα της απόφασης που έλαβε η Ρωσία να τερματίσει την εφαρμογή της πρωτοβουλίας για τα σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας, τις επιθέσεις στις λιμενικές υποδομές της Ουκρανίας και τη συνεχιζόμενη ξηρασία στον Καναδά και τις ΗΠΑ που επηρεάζουν την παραγωγή και την προσφορά στις διεθνείς αγορές.