Οσο θεωρείται θεμέλιος λίθος της παγκόσμιας λογοτεχνίας και κλασικό των κλασικών, αλλά τόσο φαντάζει αινιγματικό και μυστηριώδες τόσο ως προς τη σύνθεσή του, αλλά κυρίως ως προς τον δημιουργό του από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας.
Το έργο στο οποίο αναφερόμαστε είναι η «Ιλιάδα» και ο δημιουργός της ο Ομηρος, το αίνιγμα του οποίου οι Ελληνες από την εποχή του Λουκιανού επιχειρούσαν να λύσουν, με τον σατιρικό συγγραφέα στα «Αληθή διηγήματά» του να προσπαθεί να διαλευκάνει την ταυτότητα του ποιητή ταξιδεύοντας στον Κάτω Κόσμο για να τον συναντήσει και να πάρει απαντήσεις.
Οι επτά πόλεις και η σάτιρα
Και βεβαίως μπορεί η παράδοση να θέλει επτά πόλεις να διεκδικούν τη θέση του τόπου καταγωγής του Ομήρου, όπως μπορεί και ο Λουκιανός στη σατιρική προσέγγισή του, τον 2ο αι. μ.Χ., όταν επιτέλους συναντά τον Ομηρο και τον ρωτά λεπτομέρειες σχετικά με την ταυτότητά του, με εκείνον να απαντά ότι ήταν Βαβυλώνιος με το όνομα Τιγράνης και πως Ομηρος ονομάστηκε επειδή συνελήφθη αιχμάλωτος.
Στην ερώτηση δε για ποιο λόγο επέλεξε την μήνιν του Αχιλλέα ως αφορμή για τη διαμόρφωση της πλοκής του έπους του η απάντηση ήταν πως δεν υπήρχε συγκεκριμένος λόγος και πως απλώς αυτή ήταν η πρώτη ιδέα που του ήρθε στο μυαλό.
Το σπουδαιότερο ποίημα
Μία ακόμη ματιά – διόλου σατιρική, αντιθέτως αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας – στον κόσμο του Ομήρου ρίχνει ο Ρόμπιν Λέιν Φοξ, στο πλέον πρόσφατο βιβλίο του «Ο Ομηρος και η Ιλιάδα του» (εκδ. Allen Lane).
Ο ιστορικός του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης με ειδίκευση στην αρχαία ιστορία και ειδικό πεδίο τον Μέγα Αλέξανδρο και την εποχή του, λάτρης των ταξιδιών, ανταποκριτής κηπουρικής για τους «Financial Times» και διοικητής ιππικού (εκτός από επιστημονικός σύμβουλος) στην ταινία του Ολιβερ Στόουν «Αλέξανδρος», δηλώνει λάτρης του έπους από τα μαθητικά του χρόνια και εξηγεί πως είναι ο σταθερός σύντροφος και συνοδοιπόρος του σε όλα του τα ταξίδια.
Δεν εξετάζει την «Ιλιάδα» υπό ένα ορισμένο πρίσμα, όπως έχουν κάνει πρόσφατα ορισμένοι άλλοι μελετητές, αλλά ασχολείται με το ίδιο το πρωτότυπο, που το χαρακτηρίζει ως «το σπουδαιότερο ποίημα του κόσμου».
Σε δέρματα ζώων
Το πρώτο μισό της μελέτης πραγματεύεται το πλαίσιο και τη διαμάχη σχετικά με το ποιος ήταν ο Ομηρος, όπως και με το πότε και πώς συντάχθηκε και διαδόθηκε η «Ιλιάδα».
Ο Λέιν Φοξ υποστηρίζει χρησιμοποιώντας κειμενικά, αρχαιολογικά, γλωσσικά και ανθρωπολογικά στοιχεία ότι ο Ομηρος ήταν υπαρκτό πρόσωπο που έζησε στη δυτική ακτή της Ανατολίας στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. και ότι ήταν εκείνος – ένας αγράμματος και όχι πολλοί εγγράμματοι – που συνέταξε την «Ιλιάδα» περίπου το 750 π.Χ. «Εκπαιδεύτηκε στην προφορική ποιητική σύνθεση από τα παιδικά του χρόνια», χρησιμοποίησε παραδοσιακές ποιητικές τεχνικές και το περιεχόμενο αποτελεί ένα μείγμα ελεύθερης επινόησης, θρύλων για την κατεστραμμένη πόλη της Τροίας και παρατηρήσεων από τον κόσμο που τον περιέβαλλε.
Θεωρεί δε ότι ο Ομηρος υπαγόρευσε το ποίημά του, το οποίο στη συνέχεια αντιγράφηκε, πιθανότατα σε δέρματα ζώων, συγκεκριμένα δέρματα «86 κατσικιών μεσαίου μεγέθους».
«Ιλιάδα», μια εκπαίδευση στην ανθρώπινη κατάσταση
Στο δεύτερο μισό του βιβλίου αναφέρεται στο κείμενο, τα θέματα, τους χαρακτήρες και τους παράλληλους κόσμους θεών και γυναικών, που αισθάνεται ότι δεν φιμώνονται ή παραγκωνίζονται από τον Ομηρο, σε αντίθεση με άλλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις.
Αποδίδει στον ποιητή μεγάλη λεπτότητα στον χειρισμό του λόγου, αλλά όχι πολυπλοκότητα στην πλοκή:
η «Ιλιάδα» του μιλά με μια φωνή, εκείνη των ανθρώπων για τους οποίους ο πόλεμος είναι αναμφισβήτητος τρόπος ζωής. Ο ιστορικός μάλιστα προχωρά και σε μια εικασία: ότι το έπος γράφτηκε για να παρουσιαστεί ενώπιον στρατού, γεγονός που εξηγεί για ποιον λόγο οι γυναικείοι χαρακτήρες έχουν δευτερεύοντα ρόλο.
«Η “Ιλιάδα”», γράφει ο Λέιν Φοξ, αποτελεί «μια εκπαίδευση στην ανθρώπινη κατάσταση. Ακόμα κι αν δεν πιστεύουμε πλέον στους θεούς του Ομήρου, αγωνιζόμαστε, διαμαρτυρόμαστε και ενεργούμε σύμφωνα με τα δικά μας σχέδια, τα γεγονότα ωστόσο μας διδάσκουν το αντίθετο: την άγνοια του αποτελέσματος».
Ο έκδηλος θαυμασμός του συγγραφέα για την «Ιλιάδα», όπως αποκαλύπτουν τα κάθε λογής θετικά επίθετα που χρησιμοποιεί για να τη χαρακτηρίσει, τον οδηγούν σε ορισμένες υπερβολές, με αποτέλεσμα να διεκδικεί διάφορες πρωτιές για τον Ομηρο – ότι εφηύρε την πλοκή, ότι εφηύρε το έπος, την ιδέα των ρομπότ και ότι με την Ελένη παρουσιάζει «την πρώτη ασυνεπή κυρία στην ποίηση».
Ωστόσο, σύμφωνα με τις πρώτες κριτικές – των βρετανικών «Times» και της επιθεώρησης «Literally Review» -, ο ενθουσιασμός του είναι αρκετός ώστε ο αναγνώστης του βιβλίου του να θελήσει να επιστρέψει και να διαβάσει ακόμη μία φορά την «Ιλιάδα».