Η νεφρολιθίαση είναι μία νόσος καλά γνωστή εδώ και χιλιετίες, όπως πιστοποιούν πολυάριθμα αρχαιολογικά ευρήματα και περιγραφές. Στα αρχαία χρόνια όμως δεν ήταν συχνή, ενώ η ανάπτυξή της συχνά είχε καταστροφικές συνέπειες που έφθαναν έως τον θάνατο του ασθενούς.
H απόδειξη: Ιχνη λίθων του ουροποιητικού έχουν βρεθεί σε τουλάχιστον τέσσερις αιγυπτιακές μούμιες, η παλαιότερη εκ των οποίων χρονολογείται από το 4800 π.Χ.
Επιπλέον, γραπτές αναφορές για τους λίθους του ουροποιητικού εντοπίζονται τόσο στον πάπυρο Ebers (1550 π.Χ.) που αποτελεί την κύρια πηγή των γνώσεών μας για την παραδοσιακή Ιατρική στην αρχαία Αίγυπτο όσο και σε επιγραφές της αρχαίας Μεσοποταμίας.
Παρ’ όλα αυτά, τα δεδομένα δείχνουν πως όσο περνούν οι αιώνες τόσο πιο συχνή γίνεται η πάθηση.
Τα διαχρονικά ευρήματα και επιδημιολογικά δεδομένα συγκλίνουν ότι η επίπτωση της νεφρολιθίασης αυξάνεται εντυπωσιακά μόλις τα τελευταία 100 χρόνια στις πιο ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου.
«Από εκεί που κάποτε ήταν μια σποραδική νόσος, σήμερα υπολογίζεται ότι την εκδηλώνει ποσοστό έως και 15% του γενικού πληθυσμού.
Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι μια υποτροπιάζουσα νόσος. Το ποσοστό υποτροπής φθάνει στο 50% τα πρώτα 5-10 χρόνια και στο 75% στην 20ετία από την αρχική εκδήλωσή της» υπογραμμίζει ο δρ Ηρακλής Δ. Πούλιας, MD, PhD, διευθυντής Β’ Ουρολογικής Κλινικής Νοσοκομείου ΜΗΤΕΡΑ – Ομίλου ΥΓΕΙΑ και τ. διευθυντής Ουρολογικής Κλινικής ΕΕΣ.
Μάλιστα και όπως εξηγεί ο ειδικός, η επίπτωσή της αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω λόγω της επίδρασης ποικίλων περιβαλλοντικών παραγόντων. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται αλλαγές στον τρόπο ζωής και στις διατροφικές συνήθειες, καθώς και η κλιματική αλλαγή.
Πόσο επηρεάζει η ζέστη
Η αυξημένη ζέστη είναι ένας από τους κύριους παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξή της, διότι επηρεάζει το ισοζύγιο ύδατος στον οργανισμό μέσω της αυξημένης εφίδρωσης και εξάτμισης του ιδρώτα.
Υπολογίζεται, από δεδομένα που αντλεί ο ειδικός, ότι κάθε καλοκαίρι ο αριθμός των περιστατικών παρουσιάζει σημαντική αύξηση (φθάνει ακόμα και στο 30% έναντι του χειμώνα). Σε περισσότερες από έξι στις δέκα περιπτώσεις οι ασθενείς είναι άνδρες.
Σημαντικό ποσοστό αυτών έχουν ηλικία 20-40 ετών. Στις γυναίκες, η μέση ηλικία εκδήλωσης της νεφρολιθίασης είναι τα 35-55 έτη.
«Η ζέστη ευνοεί την ανάπτυξη νεφρολιθίασης όταν δεν αναπληρώνονται τα υγρά που χάνονται με την εφίδρωση.
Η ελλιπής ενυδάτωση οδηγεί σε μειωμένη παραγωγή ούρων, τα οποία είναι πυκνά και περιέχουν μεγάλες συγκεντρώσεις από τις ουσίες (ασβέστιο, οξαλικά και φωσφορικά άλατα κ.λπ.) που δημιουργούν τους λίθους» εξηγεί ο δρ Πούλιας.
Και συνεχίζει: «Τα πυκνά ούρα δημιουργούν ιδανικές συνθήκες για την κρυσταλλοποίηση των ουσιών αυτών. Αναλόγως με τις ουσίες που έχουν κρυσταλλοποιηθεί, οι νεφρικοί λίθοι χωρίζονται σε λίθους ασβεστίου (οξαλικού και φωσφορικού), λίθους ουρικού οξέος, φλεγμονώδεις λίθους και λίθους κυστίνης».
Σε κάθε περίπτωση, το χρώμα των ούρων είναι ένας αξιόπιστος δείκτης του επιπέδου ενυδάτωσης του οργανισμού.
«Ιδανικά τα ούρα πρέπει να έχουν σχεδόν διαυγές ή υποκίτρινο χρώμα. Αν είναι έντονα κίτρινα ή σκουρόχρωμα, αποτελούν ένδειξη αφυδάτωσης».
Μέχρι στιγμής δεν έχουν βρεθεί οι ακριβείς μηχανισμοί που ευθύνονται για την αυξανόμενη επίπτωση και υποτροπή της νεφρολιθίασης.
«Επειδή όμως είναι ιδιαιτέρως συχνή στα άτομα εργασιακής ηλικίας, η νεφρολιθίαση έχει σημαντικό ατομικό αλλά και κοινωνικό αντίκτυπο, ιδίως στις χώρες με θερμό, εύκρατο κλίμα όπως η Ελλάδα» συμπληρώνει ο ίδιος.
Η πρόληψη. Ο βασικός πυλώνας της πρόληψης είναι η επαρκής κατανάλωση υγρών, κυρίως σκέτου νερού.
Η ακριβής ποσότητα των υγρών που χρειάζεται κάθε άνθρωπος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η ηλικία, η εποχή του χρόνου, το επίπεδο της φυσικής δραστηριότητας και η διατροφή. Υπολογίζεται ότι σχεδόν το 25% των υγρών που καθημερινά καταναλώνουμε προέρχονται από τρόφιμα με υψηλή περιεκτικότητα σε νερό (λ.χ. φρούτα, λαχανικά, γιαούρτι, σούπες κ.λπ.).
Ρόλο παίζει και η υποκείμενη κατάσταση της υγείας. «Οι πάσχοντες από ορισμένα νοσήματα (λ.χ. νεφρική νόσο, καρδιακή ανεπάρκεια) πρέπει να προσέχουν την πρόσληψη υγρών, βάσει των οδηγιών που έχουν λάβει από τον θεράποντα ιατρό τους» τονίζει ο δρ Πούλιας.
Μια βασική ποσότητα που συνιστάται στον μέσο, υγιή ενήλικο είναι 2,5 λίτρα υγρών το 24ωρο.
«Η ποσότητα αυτή είναι απαραίτητη για να αραιώνουν τα συστατικά της κρυστάλλωσης στα ούρα. Εντούτοις, το καλοκαίρι, όταν υπάρχει έντονη εφίδρωση, μπορεί να απαιτηθεί 1 λίτρο επιπλέον. Αυξημένες ανάγκες σε υγρά έχουν και όσοι γυμνάζονται συστηματικά ή ασκούν βαριά χειρωνακτική εργασία, με αποτέλεσμα να ιδρώνουν πολύ».
Απαραίτητο είναι ακόμα να γίνεται επαρκής κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, τα οποία καθιστούν λιγότερο όξινο το περιβάλλον των ούρων και μειώνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης λίθων.
Το πολύ αλάτι επίσης πρέπει να αποφεύγεται, «διότι προκαλεί κατακράτηση υγρών και “συμπυκνώνει” τα ούρα, με συνέπεια να αυξάνεται η συγκέντρωση ασβεστίου ανά ml ούρων.
Το αλάτι δεν είναι μόνο το επιτραπέζιο, αλλά περιέχεται σε πολλά έτοιμα, επεξεργασμένα τρόφιμα του εμπορίου.
Συνήθως αναγράφεται ως “νάτριο”. Προτιμήστε τα τρόφιμα με περιεκτικότητα κάτω από 1 γρ. ανά 100 γρ. τροφίμου (όσο λιγότερο τόσο το καλύτερο). Η ιδανική ποσότητα είναι έως 2.300 mg νάτριο ή λιγότερα από 6 γραμμάρια αλάτι την ημέρα (από όλες τις πηγές).
Ενα γραμμάριο αλάτι είναι περίπου 400 mg νάτριο».
Για πρόληψη της νεφρολιθίασης συνιστάται επίσης «περιορισμός της κατανάλωσης γαλακτοκομικών σε δύο-τρεις μερίδες την ημέρα (μία μερίδα είναι ένα ποτήρι γάλα ή ένα κεσεδάκι γιαούρτι ή 30 γρ. τυρί). Τέλος, συνιστάται ένα ποτήρι φυσικός χυμός από πορτοκάλι ή άλλο εσπεριδοειδές (προσοχή όμως στο γκρέιπφρουτ αν παίρνετε φάρμακα) την ημέρα, αλλά χωρίς προσθήκη ζάχαρης» καταλήγει ο ειδικός.