Ο κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν αποφάσισε να επιβάλει νέες απαγορεύσεις σε αμερικανικές επενδύσεις τεχνολογίας στην Κίνα αυξάνοντας κι άλλο τις ήδη τεταμένες εντάσεις μεταξύ των δύο πλευρών.
Η νέα διάταξη απαγορεύει σε εταιρείες επενδύσεων (venture capital και private equity) να επενδύουν στις κινεζικές προσπάθειες για την ανάπτυξη ημιαγωγών και άλλων μικροηλεκτρονικών, κβαντικών υπολογιστών και ορισμένων εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης.
Αξιωματούχοι της Ουάσιγκτον ανέφεραν ότι η κίνηση αυτή έγινε με γνώμονα τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, αλλά η Κίνα βλέπει την κίνηση ως μέρος μιας ευρύτερης εκστρατείας για τον περιορισμό της επιρροής της.
Από την πλευρά τους οι Ευρωπαίοι κρατούν πιο συγκαταβατική στάση αναζητώντας κάποια μέση οδό.Το Πεκίνο αντέδρασε δριμύτατα στο εκτελεστικό διάταγμα του προέδρου Τζο Μπάιντεν που περιορίζει τις επενδύσεις των ΗΠΑ στην τεχνολογία, αλλά δεν έλαβε άμεσα μέτρα.
Τα κινεζικά υπουργεία Εμπορίου και Εξωτερικών εξέδωσαν ανακοινώσεις σε έντονη γλώσσα αναφέροντας ότι «Η Κίνα είναι έντονα δυσαρεστημένη και αποφασιστικά αντίθετη με την επιμονή των ΗΠΑ να εισάγουν περιορισμούς στις επενδύσεις στην Κίνα».
«Πρόκειται για κραυγαλέο οικονομικό εξαναγκασμό και τεχνολογικό εκφοβισμό», σημειώνεται.
Το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου κάλεσε τις ΗΠΑ να «σεβαστούν την οικονομία της αγοράς και τις αρχές του θεμιτού ανταγωνισμού» και «να απέχουν από την τεχνητή παρεμπόδιση του παγκόσμιου εμπορίου και τη δημιουργία εμποδίων που εμποδίζουν την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας».
«Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει δεσμευτεί να διατηρήσει την Αμερική ασφαλή και να υπερασπιστεί την εθνική ασφάλεια της Αμερικής μέσω της κατάλληλης προστασίας τεχνολογιών που είναι κρίσιμες για την επόμενη γενιά στρατιωτικής καινοτομίας», ανέφερε σε δήλωση το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ.
Η ανακοίνωση αναφέρει ότι το εκτελεστικό διάταγμα είναι μια «στενά στοχευμένη ενέργεια» που συμπληρώνει τους υφιστάμενους ελέγχους εξαγωγών και ότι η διοίκηση διατήρησε τη «μακροχρόνια δέσμευσή της για ανοιχτές επενδύσεις».
Δύσκολη στιγμή
Τα νέα αυτά μέτρα έρχονται ίσως στην πιο δύσκολη στιγμή στη σχέση ΗΠΑ – Κίνας από τότε που ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον και ο υπουργός Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ άνοιξαν διάλογο με το Πεκίνο στις αρχές της δεκαετίας του 1970, σχολίαζαν οι «Νιου Γιορκ Τάιμς».
Σειρά από συνεχώς επεκτεινόμενους ελέγχους εξαγωγών σε βασικές τεχνολογίες προς την Κίνα έχουν ήδη προκαλέσει αντίποινα από το Πεκίνο, το οποίο πρόσφατα ανακοίνωσε τη διακοπή προμήθειας μετάλλων, όπως το γάλλιο, που είναι σημαντικά για στρατιωτικές εφαρμογές.
Ο Μπάιντεν από την πλευρά του αναφέρει ότι θέλει να σταθεροποιήσει τις σχέσεις με την Κίνα ύστερα από μια αντιπαράθεση που θύμισε Ψυχρό Πόλεμο όταν καταρρίφθηκε κατασκοπευτικό μπαλόνι μετά τη διέλευσή του από τον αμερικανικό εναέριο χώρο, αλλά και την ανακάλυψη ευρείας κινεζικής προσπάθειας να εγκατασταθεί κακόβουλο λογισμικό σε δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και συστήματα επικοινωνιών.
Εχει στείλει τους τελευταίους μήνες τον υπουργό Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν, την υπουργό Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν και άλλους αξιωματούχους για να επανεκκινήσουν συνομιλίες με κινέζους αξιωματούχους. Η Τζίνα Ραϊμόντο, η υπουργός Εμπορίου, αναμένεται να μεταβεί στην Κίνα τις επόμενες εβδομάδες.
Οι ΗΠΑ εργάζονται με τους συμμάχους τους για να πετύχουν όσο το δυνατόν περισσότερη συναίνεση σχετικά με την ανάγκη περιορισμού των επενδύσεων στην Κίνα. Αλλά η προσπάθεια είναι περίπλοκη επειδή άλλες χώρες ανησυχούν ότι η κίνηση των ΗΠΑ είναι αρκετά επιθετική.
Αμερικανοί αξιωματούχοι εξέφρασαν την ελπίδα ότι ορισμένες χώρες θα δράσουν μόλις η Ουάσιγκτον πρωτοστατήσει. Αλλά ακόμη και κάποιοι στενοί σύμμαχοι φαίνεται να διστάζουν. Ιάπωνες αξιωματούχοι κατέστησαν σαφές ότι το Τόκιο δεν σκοπεύει να αναθεωρήσει τη νομοθεσία που διέπει τις επενδύσεις στην Κίνα.