Η ζωή της Μαρία Τερέζα Κάπρα πήρε μια τρομακτική τροπή πέρυσι, όταν δέχθηκε απειλές για τη ζωή της που την ανάγκασαν να εγκαταλείψει το σπίτι της για μήνες.
Τότε το δημοτικό συμβούλιο στο οποίο είχε συμμετάσχει ψήφισε την παραπομπή της. Το έγκλημά της: ηχογράφησε και δημοσίευσε ένα βίντεο στο Διαδίκτυο στο οποίο επικρίνει τους διαδηλωτές που, τις γεμάτες ένταση ημέρες μετά τις εκλογές στη Βραζιλία, συγκεντρώθηκαν έξω από στρατιωτική βάση στην πόλη Σάο Μιγκέλ ντε Εστε.
Τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο, οι υποστηρικτές του ηττημένου ακροδεξιού προέδρου Ζαΐρ Μπολσονάρο ύψωσαν το δεξί τους χέρι, σε ναζιστικό χαιρετισμό.
«Ολος ο κόσμος είδε ότι ήταν μια ναζιστική χειρονομία. Είναι μια χειρονομία που δεν κάνεις ποτέ, δεν μπορείς», λέει η Κάπρα στους Financial Times.
Το περιστατικό αυτό ήταν ένα από τα πολλά που αναζωπύρωσαν τους φόβους για την ανάπτυξη του ακροδεξιού εξτρεμισμού στη Βραζιλία, ιδιαίτερα στον Νότο της χώρας. Ιστορικά πατρίδα γερμανών και ιταλών μεταναστών, οι νότιες πολιτείες όπως η Παρανά και η Σάντα Καταρίνα, όπου βρίσκεται το Σάο Μιγκέλ, αποτελούν εδώ και πολύ καιρό προπύργια των συντηρητικών. Και γι’ αυτό παραμένουν προπύργιο πολιτικής υποστήριξης για τον Μπολσονάρο.
«Πολιτιστικά κοινός» ο ναζιστικός χαιρετισμός
Ο συναγερμός της Κάπρα για τον ναζιστικό χαιρετισμό ελήφθη σοβαρά υπόψη από τους πρεσβευτές της Γερμανίας και του Ισραήλ καθώς και από το Μουσείο Ολοκαυτώματος της Βραζιλίας. Ωστόσο, το συμβούλιο την έδιωξε αφού μια έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χειρονομία ήταν «πολιτιστικά κοινή στην περιοχή», όπου χρησιμοποιείται σε θρησκευτικούς όρκους και αποφοίτηση.
Τους τελευταίους μήνες, η νότια Βραζιλία βρέθηκε στο επίκεντρο πολυάριθμων αστυνομικών ερευνών σε νεοναζιστικούς πυρήνες.
Πάνω από δώδεκα επιδρομές πραγματοποιήθηκαν μέσα σε μία εβδομάδα μόνο τον Ιούλιο, με την αστυνομία να κατάσχει «τεράστιες ποσότητες ναζιστικού και εξτρεμιστικού υλικού», συν τέσσερα πυροβόλα όπλα και δεκάδες μαχαίρια και άλλα όπλα, συμπεριλαμβανομένων δύο μαχαιριών.
Δεκατρείς από τις 15 τοποθεσίες για τις οποίες εκδόθηκαν εντάλματα έρευνας βρίσκονταν σε νότιες πολιτείες, ενώ οι άλλες δύο στην πολιτεία του Σάο Πάολο.
Οι επιδρομές προέκυψαν από μια άλλη έρευνα πέρυσι για την «κατασκευή πυροβόλου όπλου, χρησιμοποιώντας τρισδιάστατο εκτυπωτή, από έναν νεοναζιστικό πυρήνα στη Σάντα Καταρίνα», γνωστοποίησε η τοπική αστυνομία. Αυτή η ομάδα έκανε «τελετουργίες λατρείας στο χιτλερικό δόγμα και αυτοαποκαλούνταν “τα νέα SS της Σάντα Καταρίνα”», προστίθεται στην ανακοίνωση.
Σε ερασιτεχνικά πλάνα, φαίνονται δύο μέλη της ομάδας να στέκονται ανάμεσα σε μια αναμμένη δάδα και μια ναζιστική σημαία. «Ενας λαός, ένα Ράιχ, ένας Φύρερ», λέει ένας άντρας στα γερμανικά καθώς πυροβολεί με πιστόλι στον αέρα.
Τους πρώτους έξι μήνες του τρέχοντος έτους, έγιναν περισσότερες από 20 αστυνομικές έρευνες για νεοναζιστικές ομάδες στη Βραζιλία, από εννέα το περασμένο έτος και μόλις μία το 2018, σύμφωνα με στοιχεία της αστυνομίας που έδειξαν επίσης μια αύξηση 380% στον αριθμό των «αντιδημοκρατικών πράξεων».
Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των περιστατικών – στα οποία περιλαμβάνονται προσπάθειες παρεμπόδισης εκλογών ή υποκίνησης βίας κατά του κράτους – ήταν στον Νότο, ιδίως στη Σάντα Καταρίνα.
«Από το 2018-19 πρακολουθούμε την ταχεία ανάπτυξη αυτών των νεοναζιστικών ομάδων», δηλώνει ο Λεονέλ Ραντ, πρώην αστυνομικός που είναι τώρα βουλευτής του Ρίο Γκράντε ντο Σουλ, της νοτιότερης πολιτείας της Βραζιλίας.
«Η Ακροδεξιά ενισχύεται παντού, όχι μόνο εδώ στη Βραζιλία. Αυτό ενδυναμώνει αυτές τις ομάδες, αρχίζουν να αισθάνονται ελεύθερες και ισχυρές», προσθέτει. «Ο Νότος της Βραζιλίας είχε το μεγαλύτερο ναζιστικό κόμμα εκτός Γερμανίας κατά την προπολεμική περίοδο.
Υπάρχει αυτή η ιδέα ότι πρόκειται για μια περιοχή λευκών, ιταλογερμανικής μετανάστευσης, όχι τόσο επηρεασμένη από μαύρους Βραζιλιάνους».
Ο Ζοάο Κλουγκ, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σάντα Καταρίνα, εξηγεί ότι το νεοναζιστικό κίνημα ενισχύθηκε από την προεδρία του Μπολσονάρο, ενός εθνικιστή που χρησιμοποίησε υποτιμητική γλώσσα προς τις μειονότητες.
Ο πρώην πρόεδρος μπορεί να δήλωσε ότι ο ναζισμός είναι απορριπτέος, αλλά η ευρύτερη συμπάθειά του προς τις ακροδεξιές ομάδες θεωρήθηκε ως σιωπηρή ενθάρρυνση.