Ηταν Σεπτέμβριος του 1904 όταν ο Σίγκμουντ Φρόιντ ξεκίνησε με τον αδελφό του Αλέξανδρο για διακοπές στη Μεσόγειο.
Αρχικός τους προορισμός ήταν η Κέρκυρα, αλλά η ζέστη ήταν τόσο έντονη που πήραν ένα πλοίο από την Τεργέστη για να πάνε τελικά στην Αθήνα.
Τα δύο αδέλφια αποφάσισαν να επισκεφθούν την Ακρόπολη. Οταν έφτασε στην κορυφή, ο «πατέρας της ψυχανάλυσης» περιέγραψε την εμπειρία του ως εξής: «Ολες μου οι αισθήσεις με βεβαιώνουν πως τώρα βρίσκομαι μπροστά στην Ακρόπολη, αλλά και πάλι αδυνατώ να το πιστέψω».
Ενώπιον του μνημείου
Η αντίδραση του Φρόιντ δεν ήταν η χαρακτηριστική έκπληξη θαυμασμού ενός τουρίστα.
Βίωσε πλήρως τη δυσπιστία ότι η Ακρόπολη υπήρχε στην πραγματικότητα.
Είχε διαβάσει για τον Ιερό Βράχο από τα μαθητικά του χρόνια και από μικρός μελετούσε χαρακτικά και δαγκεροτυπίες του Παρθενώνα. Οταν όμως βρέθηκε ενώπιον του μνημείου, κυριάρχησαν τα συναισθήματα ενοχής του γιου προς τον πατέρα (που δεν είδε ποτέ τον Παρθενώνα) και η έντονη δυσπιστία για όσα αντίκριζε. Η εμπειρία αυτή θα τον μπέρδευε για δεκαετίες.
Και αυτή ακριβώς η εμπειρία είναι το θέμα της μικρής αλλά ξεχωριστής έκθεσης «Ανιχνεύοντας τον Φρόιντ στην Ακρόπολη» που πραγματοποιείται έως τις 7 Ιανουαρίου 2024 στο Μουσείο Φρόιντ στο Λονδίνο, το οποίο στεγάζεται στο σπίτι όπου η οικογένεια Φρόιντ κατέφυγε από τη Βιέννη για να γλιτώσει από τους Ναζί το 1938.
Η έκθεση, την οποία επιμελείται η μουσειολόγος Μαρίνα Μανιαδάκη, επικεντρώνεται στο περίφημο δοκίμιο που έγραψε ο Φρόιντ σε ηλικία σχεδόν 80 ετών, με τίτλο «Μια διαταραχή της μνήμης στην Ακρόπολη» (εκδ. Αγρα, 2021, μτφρ. Σοφία Λεωνίδη, επιμ. Πάνος Αλούπης), που δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια προσπάθεια ανάλυσης του εαυτού του και της εμπειρίας του, ύστερα από 32 χρόνια σκέψης, όπως αναφέρει σε σχετικό άρθρο της η βρετανική εφημερίδα «The Guardian» με την υπογραφή της Λόρα Κάμινγκ.
Εκθεσιακό υλικό
Καρτ ποστάλ, επιστολές και έγγραφα, εικόνες, αντικείμενα, αρχαιότητες που συγκέντρωσε ο ίδιος ο Φρόιντ και εντυπωσιακές φωτογραφίες της Ακρόπολης – ανάμεσά τους και του Φρεντερίκ Μπουασονά – αποτελούν το βασικό εκθεσιακό υλικό και αναλαμβάνουν να διηγηθούν την ιστορία από την αρχή.
Από τα παιδικά χρόνια του Φρόιντ, όταν μαθητής του δημοτικού ακόμη μάθαινε αρχαία ελληνικά, γλώσσα στην οποία κρατούσε και το ημερολόγιό του, ενώ πρότεινε στους γονείς του το μικρότερο αδελφάκι του να πάρει το όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Με αυτό το υπόβαθρο φανταστείτε την απογοήτευσή του – αλλά και πόσο αστεία θα ήταν η σκηνή – όταν φτάνοντας στην Αθήνα δεν κατάφερε να συνεννοηθεί με τον αμαξά όταν επιχείρησε να του ζητήσει να τον μεταφέρει στο ξενοδοχείο του στα αρχαία ελληνικά!
Ο επισκέπτης της έκθεσης ακολουθεί σχεδόν βήμα προς βήμα το ταξίδι των αδελφών Φρόιντ στην Αθήνα: το πλοίο στο οποίο επιβιβάστηκαν – το «Urano» -, το ξενοδοχείο στο οποίο έμειναν – το Grand Hotel, το διατηρητέο που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Σταδίου και Κοραή -, το εστιατόριο όπου δείπνησαν, μέσα από εικονογραφικό υλικό της εποχής.
Ο Φρόιντ βρέθηκε ουσιαστικά από τύχη στην Αθήνα, καθώς ο αρχικός προορισμός του ήταν η Κέρκυρα.
Οταν αποφάσισε να ανέβει στον Ιερό Βράχο, μια επίσκεψη ιδιαίτερης σημασίας για εκείνον, φόρεσε το καλό του πουκάμισο. Και όταν πλέον βρέθηκε μπροστά στον Παρθενώνα άρχισε να αμφιβάλλει για όσα αντίκριζε.
Η φρικτή δυσπιστία του θα συγκριθεί, αργότερα, στο δοκίμιό του, με το να βλέπει κάποιος το σώμα του τέρατος του Λοχ Νες να βρίσκεται ξαπλωμένο στην όχθη και να συνειδητοποιεί ότι αυτό που του είπαν στο σχολείο αποδείχθηκε τελικά αληθινό.
Επιστολή στον Ρομέν Ρολάν
Την ημέρα που επισκέφθηκε την Ακρόπολη, το Μουσείο ήταν, δυστυχώς, κλειστό, με συνέπεια να μη δει ποτέ τις γλυπτές απεικονίσεις της Αθηνάς που τον στοίχειωσαν – αυτής της θεάς που ξεπηδά σαν ιδέα από το κεφάλι του Δία.
Και μπορεί να μην τη συνάντησε στην πόλη που προστάτευε, όμως δεν έπαψε να την ξεχωρίζει, όπως αποδεικνύει ένα χάλκινο ειδώλιό της του 2ου αιώνα π.Χ., που ανήκε στη συλλογή του και χαρακτηρίζεται το αγαπημένο του απόκτημα.
Η επίσκεψη στην Ακρόπολη φαίνεται πως στοίχειωνε τον Φρόιντ για χρόνια, χωρίς όμως να αναφέρεται ανοιχτά σε αυτήν παρά μόνο τρεις δεκαετίες αργότερα σε μια επιστολή-δοκίμιο που έγραψε με αποδέκτη τον συγγραφέα Ρομέν Ρολάν, όταν ήταν πλέον 80 ετών.
Και εκεί ουσιαστικά αποκαλύπτεται τι του προκάλεσε τη σύγχυση και τη δυσπιστία όταν βρέθηκε μπροστά στο κορυφαίο μνημείο της κλασικής αρχαιότητας: η ενοχή ότι είχε ξεπεράσει τον πατέρα του.
Ο Γιάκομπ Φρόιντ ήταν έμπορος μαλλιού χωρίς ιδιαίτερη παιδεία και όπως παραδέχεται ο γιος του πίστευε ότι δεν υπήρχαν πιθανότητες να τον ξεπεράσουν τα παιδιά του κατά πολύ.
Οταν λοιπόν στάθηκε απέναντι στον Παρθενώνα διαπίστωσε ότι είχε ταξιδέψει μέχρι την Ελλάδα και είχε ξεπεράσει τόσο πολύ τον πατέρα του που η αμηχανία του τού προκάλεσε αμφιβολία για την ύπαρξη των ίδιων των μνημείων.
Τρία χρόνια αργότερα ο Σίγκμουντ Φρόιντ πέθανε από καρκίνο στο σπίτι όπου φιλοξενείται τώρα η έκθεση και οι στάχτες του σφραγίστηκαν σε μια αρχαία ελληνική τεφροδόχο του 3ου αιώνα π.Χ. που ανήκε στην προσωπική συλλογή του.