Το εκλογικό αποτέλεσμα είναι αδυσώπητο για την αντιπολίτευση: οι ισορροπίες ανάμεσα στη ΝΔ και τους αντιπάλους της ήταν τέτοιες που όχι μόνο οδήγησαν στην παραίτηση του προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά δημιούργησαν μια Βουλή που όμοιά της δεν έχει υπάρξει ξανά μετά τη Μεταπολίτευση.

Το αρχικό μούδιασμα, ωστόσο, παρηγόρησε η πραγματικότητα – καθώς γρήγορα τα κομματικά επιτελεία διαπίστωσαν πως πάντα προκύπτουν αφηγήματα αντιπολίτευσης, ακόμα κι αν οι εκλογές δεν έχουν κλείσει ακόμα ούτε ενενήντα μέρες από τη διεξαγωγή τους.

Μέσα σε ένα καλοκαίρι που είναι συμβατό με το περιβάλλον κρίσεων που η κοινωνία έχει πια συνηθίσει ως κανονικότητα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης σήκωσαν τα μανίκια τρεις φορές: στη δολοφονία του Μιχάλη Κατσουρή, στη διαχείριση των πυρκαγιών κυρίως στην Αττική και στη Ρόδο, αλλά και στην πρόθεση θεσμοθέτησης της 16ωρης εργασίας.

Η επέλαση των ακροδεξιών οπαδών της Ντιναμό Ζάγκρεμπ, η ανεμπόδιστη κάθοδός τους μέχρι τη Νέα Φιλαδέλφεια, η επιχειρησιακή διαχείριση των επεισοδίων, αλλά και η – κατά την αντιπολίτευση – αποποίηση των ευθυνών από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη έκαναν την αντιπολίτευση, σύσσωμη, να ζητάει την παραίτηση του Γιάννη Οικονόμου.

Κυρίως όμως επέτρεψαν να ανοίξει εκ νέου το κεφάλαιο της κριτικής στο πεδίο του επιτελικού κράτους, το οποίο θεωρείται πως δεν λειτούργησε με επάρκεια.

Παράλληλα, ειδικά στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ, θέτουν ζήτημα ασφάλειας, γνωρίζοντας (και από όσα στοιχεία έρχονται από τους αυτοδιοικητικούς υποψηφίους) πως πρόκειται για ένα από τα θέματα που απασχολεί σε όλα τα επίπεδα τους πολίτες – και πως ήταν ένα εκ των οποίων η ΝΔ «σκόραρε» προεκλογικά πολύ καλύτερα απ’ όλους τους αντιπάλους της.

Πυρκαγιές

Πριν από τη δολοφονία του Κατσουρή, η δημόσια συζήτηση αφορούσε τη διαχείριση των πυρκαγιών – οι οποίες αποδείχτηκαν καταστροφικές για ένα μεγάλο μέρος χλωρίδας και πανίδας στις περιοχές όπου ξέσπασαν, ενώ έγιναν η αιτία απώλειας αρκετών περιουσιών.

Παρότι κανείς δεν αμφισβητεί τη σημασία και τη συμβολή της κλιματικής κρίσης στο φαινόμενο, τα μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης επέμειναν στο ζήτημα της πρόληψης και της δασοπροστασίας, οι οποίες (στην οπτική της Κουμουνδούρου και της Χαριλάου Τρικούπη) αποδείχτηκαν ελλιπείς, ειδικά στην περίπτωση της Νέας Αγχιάλου και των εκρήξεων των πυρομαχικών δίπλα σε κατοικημένη περιοχή.

Και πάλι ο πυρήνας της κριτικής ήταν η λειτουργία του επιτελικού κράτους. Το πιο συχνό επιχείρημα που ακούγεται από αντιπολιτευόμενα χείλη ανεξαρτήτως χρώματος είναι πως η κυβέρνηση δεν ορκίστηκε για πρώτη φορά πριν από έναν μήνα, αλλά μετρά ήδη τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης – δεδομένο που σημαίνει πως, στη θεωρία, θα έπρεπε να υπάρχει σχέδιο επαρκούς αντιμετώπισης των φαινομένων.

Εργασιακά

Πιο παραδοσιακού τύπου ήταν η κριτική που ασκήθηκε για τη δήλωση του Αδωνη Γεωργιάδη σχετικά με τη θεσμοθέτηση της 16ωρης εργασίας, με «προσωπική απόφαση» του εργαζομένου – είδηση που προκάλεσε αντιδράσεις κυρίως από τα μεγαλύτερα προοδευτικά κόμματα.

«Ο εκβιασμός βαφτίζεται “επιλογή” την ώρα που η ακρίβεια, η εργοδοτική αυθαιρεσία και οι χαμηλοί μισθοί πλήττουν τον κόσμο της εργασίας.

Να μη διανοηθεί καν ο κ. Γεωργιάδης να φέρει στη Βουλή αυτό το έκτρωμα», ανέφερε αμέσως σε ανακοίνωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ, βασισμένος, πέραν των ιδεολογικών προσεγγίσεων, σε ποιοτικά στοιχεία που δείχνουν τις τάσεις της κοινωνίας (και ειδικά των νεότερων παραγωγικών ηλικιών) όσον αφορά τα εργασιακά δικαιώματα και τον χρόνο που αφιερώνει ένας εργαζόμενος στη δουλειά του.

Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και η αντίδραση του ΚΚΕ, που έκανε λόγο για «αποκρουστικές εξαγγελίες».

Η σκόνη που σηκώθηκε έφερε την άμεση αντίδραση του αρμόδιου υπουργείου, το οποίο σε ανακοίνωσή του επεσήμανε πως σε κάθε περίπτωση θα συνεχίσει να ισχύει η ελάχιστη ανάπαυση 11 ωρών ανά ημέρα.

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ωστόσο, που ακόμα ζητούν εξηγήσεις για το σχέδιο νόμου που αναμένεται να κατατεθεί, τοποθετούν το «λάθος» του Γεωργιάδη στον πυρήνα μιας κυβερνητικής πολιτικής που δεν λαμβάνει υπόψη τα εργασιακά δικαιώματα – της επιτρέπει, δηλαδή, να πολιτικοποιεί τις διαφορές αντίληψης με βάση τον άξονα Αριστεράς – Δεξιάς, τον οποίο η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη υπερέβη για να προσελκύσει το κεντρώο ακροατήριο.