Η τελευταία φορά που ένα κίνημα ξεκίνησε οργανωμένα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν το 2011, με τους «Αγανακτισμένους» να δίνουν το πρώτο τους ραντεβού τον Μάιο στην πλατεία Συντάγματος.
Η συνέχεια είναι γνωστή, καθώς με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αυτές οι διαδηλώσεις καθόρισαν τη μετέπειτα πορεία της χώρας. Ισως γι’ αυτό, τις πρώτες μέρες που το «Κίνημα της Πετσέτας» κέρδισε πανελλαδική δημοσιότητα, υπήρξαν εκείνοι που περιέγραψαν τους συντονιστές του ως «”Αγανακτισμένους” της παραλίας» – ο συνειρμός και η διακριτική ειρωνεία ήταν και τα δύο απολύτως εμφανή, «χρωμάτιζαν» μια προσπάθεια που από μόνη της εμφάνισε στην αρχή τοπικά χαρακτηριστικά που ωστόσο μπορούν να εφαρμοστούν πέρα από την Πάρο και τις παραλίες της που καταχρηστικά εκμεταλλεύονται οι ιδιοκτήτες των beach bars.
Πώς θα μπορούσε κάποιος, αλήθεια, να συγκρίνει τα δύο κινήματα;
Ενώ οι «Αγανακτισμένοι» απευθύνονταν σε ένα ετερογενές πλήθος (εξού και ο μετέπειτα διαχωρισμός στην πάνω και στην κάτω πλατεία) κάτω από το γενικευμένο αίσθημα θυμού απέναντι στα μέτρα λιτότητας και στις ξαφνικές αλλαγές που προξένησε στη ζωή τους η αλλαγή του οικονομικού στάτους της χώρας, πατώντας απορριπτικά πάνω στον αφορισμό «όλοι ίδιοι είναι».
Οι συμμετέχοντες ήθελαν απλώς να εκδηλώσουν τον εκνευρισμό τους, χωρίς προτάσεις και χωρίς συγκεκριμένο απώτερο στόχο από το να φωνάξουν «παρών» απέναντι σε ένα σύστημα που θεωρούσαν ανεπαρκές να τους εκπροσωπήσει.
Γι’ αυτό αποδείχτηκαν επιρρεπείς στην πολιτική εκμετάλλευση, είτε αυτή ήρθε με τη μορφή των συνελεύσεων της «αμεσοδημοκρατίας» είτε με τη μορφή περικεφαλαίων και σπαρτιατικών συνθημάτων που προανήγγειλαν την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή.
Διεκδίκηση δικαιωμάτων
Σε άλλο μήκος κύματος βρίσκονται οι «Πετσετάδες»: δεν έχουν μεν κομματικό πρόσημο ή ιδεολογική κατεύθυνση, όμως πατούν στο μοτίβο των μονοθεματικών κινημάτων που είχαμε συνηθίσει την περίοδο της Μεταπολίτευσης – παρότι το ζήτημα των ελεύθερων παραλιών, λέει μια ανάλυση, εμπίπτει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διεκδίκησης δικαιωμάτων που καταπατώνται γιατί το ίδιο το κράτος δεν φροντίζει να ελέγξει αν τηρούνται οι ισχύοντες νόμοι και κανόνες.
Το «κίνημα της Πετσέτας» ξέρει ακριβώς τι θέλει και ποιος είναι ο τρόπος να το πετύχει: οι κάτοικοι που οργανώθηκαν στην Πάρο ανήρτησαν και σχετικό διαδραστικό χάρτη, στον οποίο έχουν αναρτηθεί τα στοιχεία της Διαύγειας που σε περίπτωση παρανομίας μπορούν να αξιοποιηθούν – τα συμφωνητικά μίσθωσης για την απλή χρήση του αιγιαλού αναφέρουν όχι μόνο τον χρόνο για τον οποίο ένα κομμάτι παραλίας έχει παραχωρηθεί σε μια επιχείρηση, αλλά και τα ακριβή τετραγωνικά μέτρα στα οποία μπορούν να εκτείνονται οι ξαπλώστρες και οι ομπρέλες.
Η δουλειά ήταν λεπτομερής και τεκμηριωμένη, δεν περιορίστηκε σε συγκεντρώσεις με πανό σε όσες παραλίες εντοπίστηκε το πρόβλημα.
Ισως αυτή ακριβώς η τακτική (που, σε λιγότερο οργανωμένο επίπεδο, στη Ρόδο, δεν είχε κερδίσει την προσοχή των Αρχών) προκάλεσε και την αντίδραση του υπουργείου, που ξεκίνησε τους ελέγχους στις παραλίες όλων των νησιών στις Κυκλάδες – μόνο για να μάθουν, και πάλι από τα οργανωμένα διαδικτυακά γκρουπ, πως οι επιχειρηματίες στη Νάξο βιδώνουν πάλι στη θέση τους το βράδυ ό,τι έχουν ξηλώσει το πρωί.
Σίγουρα λειτούργησε ως know-how για τους κατοίκους που ενδιαφέρονται για τις παραλίες της περιοχής τους, καθώς με βάση το παράδειγμα της Πάρου και την έρευνα των κατοίκων της, καταγράφηκαν επίσης μεγάλες παραβάσεις σε Αττική, Χαλκιδική και Δωδεκάνησα.
Μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Στην πραγματικότητα, άρα, το μοναδικό κοινό ανάμεσα σε «Αγανακτισμένους» και «Πετσετάδες» είναι ότι αξιοποίησαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να οργανωθούν και να αποκτήσουν ορατότητα και μέσω αυτών κατάφεραν να δημιουργήσουν εξελίξεις – είτε αυτές αφορούσαν τις μετέπειτα «στροφές» των πολιτικών δυνάμεων στον δρόμο προς τις καθοριστικές (για την εξέλιξη της κρίσης και του πολιτικού συστήματος) εκλογές του επόμενου χρόνου είτε την ανακοίνωση των ελέγχων που, κανονικά, θα έπρεπε να έχουν ήδη γίνει προτού αρχίζουν να καταγγέλλονται οι αυθαιρεσίες στις παραλίες.
Παράλληλα, όμως, υπάρχει και μια ακόμα ομοιότητα: και στις δύο περιπτώσεις, ήταν η κοινωνία των πολιτών που, έτσι ή αλλιώς, κινητοποίησε (ή, σύμφωνα με τους πιο επικριτικούς, υποκατέστησε) την αντιπολίτευση.
Το 2011 η απογοήτευση από την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ήταν τέτοια που αποτυπώθηκε και εκλογικά, στις διπλές κάλπες του επόμενου Μαΐου – η ακηδεμόνευτη αρχή των «Αγανακτισμένων» κατηύθυνε και την τακτική των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Το 2023, η προοδευτική αντιπολίτευση βρίσκεται πρώτα απ’ όλα σε μια μάχη με τον εαυτό της και βρήκε, στον συντονισμό των κατοίκων των νησιών και στο αίτημα για ελεύθερες παραλίες, μια πλατφόρμα κριτικής προς το Μέγαρο Μαξίμου για τη λειτουργία του κράτους.
Τα καλοκαίρια στην Ελλάδα φαίνεται πως ευνοούν τις αντιδράσεις που δεν απαιτούν πολιτικά γραφεία για να στεγαστούν ή ανακοινώσεις στήριξης, είτε αυτές θυμίζουν τους «Αγανακτισμένους» είτε διεκδικούν το δικαίωμα των κατοίκων στην ελεύθερη πρόσβαση στις παραλίες της χώρας.
Οι εποχές και οι άνθρωποι που τα συγκροτούν, ωστόσο, είναι αυτά που καθορίζουν το περιεχόμενό τους.