Οταν τη μακρινή δεκαετία του ’90 έκλειναν τα δημοτικά σχολεία κι ετοιμαζόμασταν οι συμμαθητές για τις θερινές μας αποβάσεις, γυροφέρναμε στο κουβεντολόι τον προορισμό των διακοπών μας – Λήμνος, ο δικός μου («μα κατά πού πέφτει η Λήμνος;»). Ο τόπος του πατέρα μου, ο θείος μου, η γιαγιά και ο παππούς μου, έντεκα ώρες ταξίδι με τα δυσκίνητα αρχαία καράβια, κι εκεί, πάντα, εμείς οι ολίγοι αισθανόμαστε από τότε εκλεκτοί για αυτή τη σπάνια λημνία τύχη. Στάρια, αμπέλια που έφταναν στη θάλασσα, μάντρες, δεκαοχτούρες, τα αγριοκούνελα και οι κούρνοι, οι αρσενικές κουρούνες, γραπωμένοι στην αφράτη προβιά των κοπαδιών. Τα χρόνια πέρασαν, γίναμε πια πολλοί στη Λήμνο οι απόδημοι και οι επισκέπτες, αλλά οι πλατείες των χωριών και τα σιταροχώραφα έμεναν πέτρινα και χρυσά τα καλοκαίρια, ιδανικά θεωρεία για τα νεόκοπά μας όνειρα να γίνει «όλη η Λήμνος μια σκηνή» με έναν πολιτιστικό θεσμό αφιερωμένο σε εκείνη.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ