«Αν η ελληνική κυβέρνηση μπορούσε να τους κρατήσει και τους 100 μέσω κάποιου είδους “τεχνητής κράτησης”, αυτό θα είχε στοιχεία βεντέτας ή απόδοσης συλλογικής ευθύνης. Περιμένω ότι πολύ σύντομα θα λογοδοτήσουν οι πραγματικά υπεύθυνοι […] Τώρα πρέπει να αφεθούν ελεύθεροι οι περισσότεροι (σ.σ.: από τους οπαδούς). Αν τους κρατήσουν όλους, είναι de facto στρατιωτικός νόμος, δεν μπορείς να τους κρατήσεις όλους»: είναι γνωστές οι πρωτοφανείς δηλώσεις του προέδρου της Κροατίας Ζόραν Μιλάνοβιτς με τις οποίες απειλεί ωμά και ευθέως την Ελλάδα ως προς τη στάση της έναντι των δολοφόνων χούλιγκαν νεοναζί συμπατριωτών του που βρίσκονται πλέον προφυλακισμένοι στην Αθήνα για τη δολοφονία του Μιχάλη Κατσουρή.
Αν και σοσιαλδημοκράτης, ο κροάτης πρόεδρος τιμά τις ναζιστικές και νεοναζιστικές παραδόσεις που δεσπόζουν στην ιστορία της χώρας του και φροντίζει να κάνει ό,τι μπορεί για να το δείξει και να τα έχει καλά με τους οπαδούς τους, μεταξύ των οποίων οι εν λόγω έχουν κεντρικό ρόλο: σε άλλο σημείο της δήλωσής του προσπαθεί, υποτίθεται, να κρατήσει και κάποιο είδος απόστασης από τους δολοφόνους, παραδεχόμενος όμως, παράλληλα, την πιο ωμή αλήθεια και μάλιστα αυτοβούλως: «Ανεξάρτητα από το γιατί κατέβηκαν, πήγαν για να κάνουν επεισόδια και εγώ αυτό δεν μπορώ να το στηρίξω. Αυτή είναι περίεργη συμπεριφορά».
Αν αυτή η συμπεριφορά τού φαίνεται «περίεργη», τότε τι είναι το να παραδέχεται ο ίδιος ο πρόεδρος της χώρας ότι έφυγαν από εκεί ανενόχλητοι για να κάνουν επεισόδια που βέβαια δεν ήταν επεισόδια αλλά φόνος και, παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος τώρα εκβιάζει μαφιόζικα τη χώρα του θύματος όπου και τελέστηκε το έγκλημα με «βεντέτα»; Αυτό δεν του μοιάζει ακόμα πιο «περίεργο»; Μάλλον όχι και αυτό εξηγείται: έχει τη γνωστή παράδοση της χώρας πίσω του. Παράδοση που, ακριβώς επειδή έχει πολύ βαθιές ρίζες, έχει και πολύ ισχυρή παρουσία σήμερα και ο πρόεδρος της χώρας θέλει να τα έχει καλά μαζί της. Προσπαθεί λοιπόν να της χαϊδέψει τ’ αφτιά – είναι θέμα χρόνου να πει ότι οι Κροάτες δεν φταίνε και σε τίποτα… Επίσης, έχει και την… άλλη παράδοση που προστίθεται: του κομμουνιστικού συστήματος. Δηλαδή, έχει εθισμό σε ένα μοντέλο Δικαιοσύνης που δεν ξέρει κανέναν άλλο κανόνα παρά εκείνον που του ορίζει ο κομματικός κομισάριος. Οπότε προφανώς δεν του φαίνεται και πολύ πειστικό να του πει κάποιος ότι η Δικαιοσύνη σε μία χώρα μπορεί και να αποφασίζει μόνη της. Οτι η κυβέρνηση ενδεχομένως και να μην είναι σε θέση να παρέμβει, τουλάχιστον όχι όπως το φαντάζεται, ειδικά σε κάτι τόσο πολύ ευαίσθητο. Οτι μπορεί να είναι πράγματι αναγκαία η προφυλάκιση όλων μέχρι να διερευνηθεί σε βάθος ένα ζήτημα, αντί να πει κάποιος με αυθαίρετο τρόπο «αυτός κι αυτός» όπως του έχουν μάθει σ’ εκείνα τα συστήματα. Ειδικά δε όταν είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι όποιος βγει, δεν πρόκειται να βρεθεί ποτέ ξανά. Αυτό του μοιάζει «στρατιωτικός νόμος». Είναι καλά άραγε;
Με την πρωτοφανή απόπειρα χειραγώγησης της Δικαιοσύνης μιας τρίτης χώρας διά του εκβιασμού (ανόητου δε, αφού δεν είναι και σε θέση να τον κάνει πράξη – ή μήπως είναι δι’ αντιπροσώπων και γι’ αυτό η κυβέρνηση δεν απάντησε αμέσως και ως όφειλε;), ο πρόεδρος της Κροατίας έχει μάλλον την εντύπωση ότι απευθύνεται σε φοβικούς, άσχετους και αμνήμονες ή ότι οι μόνιμοι ισχυροί προστάτες του θα βάλουν κι εδώ πλάτη. Ελπίζει κανείς να μην εκπλαγούμε ξαφνικά και πολύ δυσάρεστα βλέποντάς τον τελικά ξαφνικά κάποια στιγμή να δικαιώνεται.