Στο Αμστερνταμ, στους υπόγειους χώρους ενός μεγαλοπρεπούς αρχοντικού που βρίσκεται πάνω στο κανάλι Χέρενγκραχτ, στεγάζεται μία συλλογή άνω των 2.100 τεκμηρίων που αποτελούν το αρχείο του NIOD – Ινστιτούτο Πολέμου, Ολοκαυτώματος και Σπουδών Γενοκτονίας.
Η συλλογή NIOD δεν προέκυψε τυχαία, επισημαίνει η Νίνα Σίγκαλ στο δοκίμιό της στο aeon.co. Ηταν μέρος μιας συντονισμένης προσπάθειας για τη συλλογή, τη διατήρηση και τη δημοσίευση της προσωπικής αλληλογραφίας απλών πολιτών που έζησαν την Κατοχή.
Η ιδέα της συγκρότησης της συλλογής πρωταρχικών πηγών γεννήθηκε από τον Λόε ντε Γιονγκ, έναν εξόριστο ολλανδοεβραίο δημοσιογράφο στο Λονδίνο και την ομάδα ολλανδών επιστημόνων με επικεφαλής τον καθηγητή Οικονομικών και Κοινωνικής Ιστορίας Νίκολαας Βίλχελμους Πόστχουμους. Ανάμεσα σε αυτά τα τεκμήρια βρίσκεται το Ημερολόγιο της Αννας Φρανκ, καθώς και τα ημερολόγια του ολλανδοεβραίου πολεμικού ανταποκριτή Φίλιπ Μεκάνικους που κατέγραψε τη ζωή του στο στρατόπεδο του Βέεστερμπροκ.
Στις 28 Μαρτίου 1944, ο Γκέριτ Μπόλκεσταϊν, ο ολλανδός υπουργός Παιδείας, Τεχνών και Επιστημών, απηύθυνε διάγγελμα προς το έθνος στο Radio Oranje, τον ραδιοφωνικό σταθμό της εξόριστης στο Λονδίνο κυβέρνησης: «Η ιστορία δεν μπορεί να γραφτεί μόνο με βάση επίσημες αποφάσεις και έγγραφα. Αν οι απόγονοί μας θέλουν να κατανοήσουν πλήρως τι έπρεπε να υπομείνουμε και να ξεπεράσουμε ως έθνος κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, τότε αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε είναι συνηθισμένα, τετριμμένα έγγραφα: ένα ημερολόγιο, επιστολές».
Ηταν μια σχετικά νέα αντίληψη ότι τα προσωπικά έγγραφα μπορούσαν να διαφωτίσουν την Ιστορία.
Η οποία στη γραφή της βασιζόταν στον «αντικειμενισμό» που ανέπτυξε ως έννοια ο γερμανός ιστορικός του 19ου αιώνα Λέοπολντ φον Ράνκε, προσπαθώντας να μετατρέψει την «ιστοριογραφία» σε επιστημονικό κλάδο απαλλάσσοντας την από μία ηθική διάσταση. Ωστόσο η έννοια του «αντικειμενισμού» την εποχή του Μεσοπολέμου ήταν υποκειμενική, αφού τα επίσημα έγγραφα που διατηρούσαν οι Γερμανοί στο πλαίσιο της σχολαστικότητάς τους για την τήρηση αρχείων προωθούσε τους ναζιστικούς σκοπούς.
Το 1935 καθώς οι Ναζί ανέβαιναν στην εξουσία στη Γερμανία, ο Πόστχουμους ίδρυσε στην Ολλανδία το Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικής Ιστορίας στο Αμστερνταμ πρωτοστατώντας στην ιδέα ότι η φωνή ενός ατόμου μπορεί να συμβάλει στην κατασκευή της Ιστορίας στο σύνολό της.
Στόχος του ήταν «να αποκτήσει αρχειακούς θησαυρούς από τις περιουσίες των κυνηγημένων και των εξαπατημένων» σε μια εποχή «πολιτικής κρίσης και διώξεων». Σχεδόν αμέσως μετά την εισβολή των Ναζί στην Ολλανδία, ο Πόστχουμους άρχισε να συλλέγει υλικό πηγών από την οπτική γωνία του πολίτη. Και το 1944 το Εθνικό του Γραφείο Πολεμικής Τεκμηρίωσης ξεκίνησε να λειτουργεί κρυφά σε ένα καφέ της Ουτρέχτης.
Στην Πολωνία, μια ομάδα συγγραφέων, δημοσιογράφων και αρχειονόμων με επικεφαλής τον πολωνοεβραίο μελετητή Εμάνουελ Ρίνγκελμπλουμ σκέφτηκαν ανάλογα.
Και πριν από την εκκαθάριση του Γκέτο της Βαρσοβίας το 1942, συγκέντρωσαν φωτογραφίες, απομνημονεύματα, ημερολόγια, ποίηση, επιστολές, παιδικές ζωγραφιές και τα έθαψαν κάτω από το γκέτο. Σήμερα αυτός ο αρχειακός θησαυρός, το Ονεγκ Σάμπατ, είναι ίσως το μεγαλύτερο στον κόσμο ανακτημένο αρχείο εβραϊκής τεκμηρίωσης. Παρόμοιες συλλογές ανακαλύφθηκαν από τα γκέτο της Βίλνα, του Μπιαλίστοκ, του Λοτζ και του Κόβνο.
Οπως αναφέρει ο ιστορικός Σάμουελ Κάσοβ στο βιβλίο του «Ποιος θα γράψει την ιστορία μας;» (Who Will Write Our History?, 2007) σε εκατοντάδες γκέτο, κρυψώνες, φυλακές και στρατόπεδα θανάτου, μοναχικοί και τρομοκρατημένοι Εβραίοι άφησαν μαρτυρίες για όσα υπέστησαν. Ο ίδιος επισημαίνει ότι όσοι εργάστηκαν για την αποκάλυψη του Ονεγκ Σάμπατ συνειδητοποίησαν, ότι «μπορεί να γράφουν το τελευταίο κεφάλαιο της οκτακοσίων ετών ιστορίας του πολωνικού εβραϊσμού».
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν ήταν απλώς μια στρατιωτική σύγκρουση, αλλά «μια εξαιρετική επίθεση κατά των αμάχων» έγραψε ο ιστορικός Πέτερ Φριτσκε στο βιβλίο του «Σιδηρούς Ανεμος:
Η Ευρώπη υπό τον Χίτλερ (An Iron Wind: Europe Under Hitler, 2016), βασιζόμενος σε προσωπικές μαρτυρίες και ημερολόγια. Σύμφωνα με τον Fritzsche η ιδεολογική βία του πολέμου διαδραματίστηκε στα αστικά κέντρα. Συχνά, χαρακτηριζόταν από προδοσίες πολιτών μεταξύ γειτόνων, ακόμη και μέσα στις οικογένειες.
«Ο πόλεμος εξάλειψε ολόκληρους ορίζοντες ενσυναίσθησης», γράφει, αλλάζοντας ριζικά τις ανθρώπινες σχέσεις. Ηταν οικείος και προσωπικός. Με αποτέλεσμα ένας μεγάλος αριθμός πολιτών – σε όλη την Ευρώπη – αισθάνθηκε υποχρεωμένος να γράψει για αυτές τις εμπειρίες, για τον εαυτό του και για τις μελλοντικές γενιές.