Η πρώτη ένδειξη ύφεσης σε μια από τις μεγάλες οικονομίες της ευρωζώνης υπήρξε χθες. Η πέμπτη σε μέγεθος, η ολλανδική, συρρικνώθηκε κατά 0,3% σε τριμηνιαία βάση το β’ τρίμηνο. Είχε καταγράψει ανάλογο ποσοστό συρρίκνωσης και στο α’ τρίμηνο του έτους. Αρα, μιλάμε για μια εδραιωμένη κατάσταση, δεδομένου ότι η συρρίκνωση αφορά περίπου το μισό της χρονιάς. Πρόκειται για την πρώτη ψυχρολουσία, η οποία συμβαίνει νωρίτερα του αναμενομένου, δεδομένου ότι όλοι στοιχημάτιζαν σε ένα «γύρισμα» της ευρωπαϊκής οικονομίας στο τελευταίο τρίμηνο του 2023 ή στο πρώτο του 2024.
Το θέμα ωστόσο είναι πώς φτάσαμε στο σημείο η σχεδόν αυτόνομη ενεργειακά (το μεγαλύτερo κοίτασμα φυσικού αερίου) Ολλανδία, με μια ισχυρή οργάνωση της οικονομίας της και με μια εξαιρετικά βολική γεωγραφική θέση, να «πληρώσει πρώτη τη νύφη» από την επιχείρηση μείωσης του πληθωρισμού που βρίσκεται σε εξέλιξη στη ζώνη του ευρώ. Για όποιον αναρωτιέται, είχε προηγηθεί της σημερινής κατάστασης μια περίπου διετής περίοδος ανάκαμψης, άνω του 5% ετησίως, που ήρθε να καλύψει την ύφεση που είχε προκαλέσει η πανδημία. Πέτυχε δηλαδή ό,τι και οι υπόλοιπες χώρες.
Αυτό που έγινε από την αρχή του έτους ήταν ότι οι ολλανδοί πολίτες μείωσαν τις καταναλωτικές τους δαπάνες, λόγω της εντεινόμενης ακρίβειας στις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας. Μαζί μειώθηκαν και οι εξαγωγές. Τα προϊόντα της έγιναν ακριβότερα, άρα και λιγότερο ανταγωνιστικά. Ο πληθωρισμός, ο οποίος είχε φτάσει πέρυσι τον Σεπτέμβριο στο ανώτατο όριο του 14,5%, υποχώρησε μεν, αλλά όχι κάτω από το 6%. Παρέμεινε δηλαδή σε υψηλά επίπεδα. Σε συνδυασμό και με τα υψηλά επιτόκια που αποφάσισε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δημιούργησε ένα εκρηκτικό μείγμα για μια χώρα με το μέγεθος περίπου της Ελλάδας, της οποίας η ευημερία εξαρτάται, όπως και για την Ελλάδα, από το ευρύτερο οικονομικό κλίμα. Και το κλίμα διεθνώς δεν είναι καλό.
Τα δικά μας στοιχεία για το ΑΕΠ β’ τριμήνου θα δημοσιευθούν στις 6 Σεπτεμβρίου, λίγο πριν από την άνοδο του Πρωθυπουργού στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης. Τα τελευταία που ανακοινώθηκαν στις αρχές Ιουνίου και αφορούσαν το α’ τρίμηνο έδειξαν δύο εικόνες. Μια εξαιρετική, καθώς σε ετήσια βάση καταγράφηκε ανάπτυξη 2,1%, και μια ανησυχητική. Το πρώτο τρίμηνο του έτους σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τελευταίο τρίμηνο του 2022 υπήρξε ύφεση 0,1%, για πρώτη φορά από το β’ τρίμηνο του 2020, την περίοδο δηλαδή της πρώτης καραντίνας.
Αρα η ανακοίνωση της 6ης Σεπτεμβρίου από την ΕΛΣΤΑΤ αναμένεται με εξαιρετικό ενδιαφέρον για να δούμε την τάση της χρονιάς. Με τα σημερινά δεδομένα, συνεχίζουμε ακάθεκτοι για μέση ανάπτυξη άνω του 2% για το σύνολο του έτους. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα μείνουμε αλώβητοι. Χώρες με το δικό μας μέγεθος – και της Ολλανδίας -, όπως η Ιρλανδία και η Αυστρία, ξεκίνησαν αρνητικά τη χρονιά. Μπορούμε εμείς να τη γλιτώσουμε; Μπορεί και ναι. Υπό πολλές όμως προϋποθέσεις. Τα τελευταία αποθέματα αύξησης της κατανάλωσης δείχνουν ότι εξαντλούνται, βάσει των στοιχείων συρρίκνωσης του όγκου πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο. Οι εξαγωγές, αντίθετα, καλά κρατούν, συνεχίζοντας να ανακάμπτουν, με ρυθμό υψηλότερο από τις εισαγωγές. Εκεί που θα κριθεί ωστόσο το παιχνίδι είναι για μια ακόμα φορά στις επενδύσεις. Μπορούμε να κινηθούμε κοντά στον διψήφιο ρυθμό αύξησής τους που προέβλεπε ο προϋπολογισμός; Αν αυτό συμβεί, τότε είναι πιθανόν να αποφύγουμε αυτό που στην Ολλανδία ήδη συμβαίνει…