Το διπλωματικό τανγκό της Τουρκίας με τη Δύση παρακολουθεί με ενδιαφέρον η Αθήνα, εν αναμονή πιθανών εξελίξεων στις σχέσεις της γείτονος με την ΕΕ.
Τόσο στην Αθήνα όσο και στους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ έχει γίνει σαφής η στροφή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ειδικά μετά και τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους.
Το συμπέρασμα της Αθήνας το συνόψισε τότε ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξή του (Σκάι) μετά το τετ α τετ που είχε με τον Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου: «Επιβεβαιώθηκε η άποψή μου ότι η Τουρκία φαίνεται να είναι έτοιμη για μια στροφή στην εξωτερική της πολιτική που δεν αφορά – το τονίζω – μόνο τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα αλλά αφορά συνολικά και τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση, με το ΝΑΤΟ, με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Φυσικά η Ελλάδα μόνο ωφελημένη μπορεί να βγει από μια τέτοια στροφή της Τουρκίας».
Για την κυβέρνηση, δηλαδή, είναι ξεκάθαρο ότι την Ελλάδα τη συμφέρει μια Τουρκία κοντά στη Δύση και όχι εκτός της.
Διόλου τυχαία, την ίδια άποψη με τον Πρωθυπουργό μοιράζονται και οι ευρωπαίοι εταίροι μας.
Με πρώτη τη Γερμανία αλλά, πλέον, και τη Γαλλία. Τόσο ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν όσο και η υπουργός Εξωτερικών Λορένς Μπουν έχουν χρησιμοποιήσει φράσεις όπως «μικρή επανάσταση» για να περιγράψουν την πρότασή τους για μια μεταρρύθμιση της ενταξιακής διαδικασίας στην ΕΕ και μια διεύρυνσή της με στόχο τη «στρατηγική ενίσχυση κι αυτονομία», εντάσσοντας στις χώρες που μπορούν να συμπεριληφθούν και την Τουρκία.
Υπενθυμίζεται ότι η ενταξιακή διαδικασία της κηρύχθηκε άγονη το 2018 υπό την πίεση της Γαλλίας, στο απόγειο των διώξεων που είχε εξαπολύσει ο Ερντογάν εναντίον αντιφρονούντων και πολιτικών αντιπάλων.
Κυνική τακτική
Στις Βρυξέλλες δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι οι κινήσεις του Ερντογάν είναι μονάχα μια κυνική τακτική, υπό την πίεση της οικονομίας και του ρίσκου να βρεθεί στο μπλοκ των «χαμένων» με τη Ρωσία. Εξάλλου οι περισσότεροι μάλλον συμφωνούν ότι το «Δύση ή Ανατολή» δεν υπήρξε ποτέ βαθύ υπαρξιακό δίλημμα του Ερντογάν, που προτάσσει μια αυτόνομη Τουρκία.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και τα πιο επικριτικά προς τον Ερντογάν όργανα, όπως το Ευρωκοινοβούλιο, αποδέχονται, σε διάφορους τόνους, ότι η σχέση με την Τουρκία πρέπει να υπάρχει και μπορεί, υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις, και να επεκταθεί.
Το άνοιγμα μιας νέας σελίδας στις συνομιλίες με την Τουρκία επικυρώθηκε, επί της ουσίας, και στο τελευταίο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ, όπου η Ελλάδα προσήλθε συνδέοντάς το με την ειρήνη στην Ανατολική Μεσόγειο κι επανεπιβεβαιώνοντας τη διαχρονική στήριξη στην ενταξιακή διαδικασία. Μάλιστα, ο Γιώργος Γεραπετρίτης δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας».
Οι δυο μεριές έδωσαν ραντεβού για το φθινόπωρο για έναν «στρατηγικό αναστοχασμό» πάνω στις ευρωτουρκικές σχέσεις, με πρώτο θέμα στην κοινή ατζέντα τους τον εκσυγχρονισμό της τελωνειακής ένωσης και μια πιθανή συμβιβαστική αναθεώρηση του καθεστώτος των ταξιδιωτικών θεωρήσεων.
Πιθανή θεωρείται επίσης η αναβίωση του ευρωτουρκικού διαλόγου σε επίπεδο κορυφής, που σταμάτησε το 2021 μετά το γνωστό σκάνδαλο της «εξορίας» της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στον καναπέ του τουρκικού προεδρικού μεγάρου.
Παράλληλα, θα ξεδιπλώνονται και τα επόμενα βήματα του ελληνοτουρκικού διαλόγου που συμφωνήθηκε στο Βίλνιους, με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται στην προετοιμασία του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας που αναμένεται να πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη.
Κι αν αυτές οι «διαδρομές», Αθήνα – Αγκυρα και Αγκυρα – Βρυξέλλες, μοιάζουν φαινομενικά ασύνδετες, τυχόν αναταράξεις στη μια θα αντανακλούν, λιγότερο ή περισσότερο, στην άλλη.