Τις μέρες των διακοπών, στην πατρίδα μου τη Σύρο, πήγα με τα μικρανίψια μου να δω την «Barbie». Στο ίδιο θερινό σινεμά, το «Παλλάς», όπου πήγαινα κι εγώ μικρή. Εκεί όπου έχω δει από το «Μπεν Χουρ» έως το «Κορίτσια για φίλημα». Σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα από τότε, όσον αφορά τις αντιδράσεις της πιτσιρικαρίας, αφού τα παιδιά «παρεμβαίνουν» ακόμη στις προβολές με φωνούλες, επευφημίες και χάχανα. Αυτό που έχει αλλάξει άρδην είναι ο διεθνής συντονισμός ενός μικρού ελληνικού νησιού όπως η Σύρος. Την «Barbie» την είδαμε, συγχρόνως, σχεδόν με την Αθήνα και τρεις εβδομάδες μετά την πρεμιέρα της στις ΗΠΑ. Το «Μπεν Χουρ», ταινία του 1959, την είδαμε, στο συριανό «Παλλάς», το 1966.
Στο διάλειμμα συνωστιστήκαμε στο μπαρ για ποπ κορν. Και θυμάμαι ότι στα δικά μου μικράτα, με το που έπεφτε στην οθόνη το «Σε λίγο, η συνέχεια», βγαίναμε από το σινεμά – τρέχοντας και αλαλάζοντας όπως αλαλάζουν τα πιτσιρίκια χωρίς συγκεκριμένο λόγο, από σκέτη, ολόσκετη χαρά – και πηγαίναμε στο μαγαζί της γωνίας. Το λεγόμενο «Τηγανιτζίδικο» με τις δύο μεγάλες κατσαρόλες όπου τηγάνιζαν στη μία γόνο αθερίνας (παράνομο αλίευμα σήμερα) και στην άλλη πατάτες. Μας τα έβαζαν σε χάρτινα χωνάκια, λίγο πιο μεγάλα από εκείνα του πασατέμπου, και επιστρέφαμε, πάλι τρέχοντας, στο σινεμά ενώ στον δρόμο μάς έφευγαν σαγιονάρες, αθερίνες και πατάτες.
«Αχ, τι ωραία» θα πουν κάποιοι σήμερα, ειδικά όσοι οδύρονται για τη «μυκονοποίηση» των Κυκλάδων. «Αυτό είναι το ελληνικό καλοκαίρι και οι αυθεντικές γεύσεις του». Στη μυθολογία της μνήμης μου, εκείνες οι γεύσεις του «Τηγανιτζίδικου» είναι, όντως, από τις ωραιότερες. Στη μνήμη χωρίς μύθο όμως, υπάρχουν και οι δυσεντερίες και οι διάρροιες και τα ξερατά που η μάνα μου απέδιδε στα χωνάκια που, τώρα που γράφω, δεν θυμάμαι μήπως ήταν και από εφημερίδα με τα μελάνια να ξεβάφουν σε μαριδάκια και πατατάκια.
Και από τη δεκαετία του 1960, τσουπ! στο σήμερα και στο μέγα αφήγημα του φετινού καλοκαιριού. Που είναι το πώς έχουν χάσει τα νησιά τον χαρακτήρα τους και την ελληνικότητά τους, σου λέει φεύγουν οι Γάλλοι που είχαν αγοράσει σπίτια στην Πάρο γιατί έπαψε Ελλάδα να θυμίζει και οι παλιοί καφενέδες που έγιναν brunchάδικα και «Αχ, η παλιά ταβέρνα με τη λατέρνα και το σκουμπρί» με τα «τίμια», ελληνικά φαγητά που έγιναν αποδομημένοι μουσακάδες και άλλα λόγια να αγαπιόμαστε. Γιατί να μη βγουν στον δρόμο και ψαράδες με καλάθια με ψάρια στο κεφάλι μήπως και κοπάσει αυτός ο παροξυσμός τουριστικού εξωτισμού που έχει πλήξει κυρίως τους Ελληνες; Στην ανάγκη, να επαναφέρουμε και τα ξύλινα ψυγεία πάγου. Να σοβαρευτούμε λίγο; Ολο αυτό μου φαίνεται σαν ο αναστραμμένος σνομπισμός της αστακομακαρονάδας. Από το ένα άκρο στο άλλο.
Η υπερεκτίμηση του «παραδοσιακού»
Εντάξει, το καταλαβαίνω. Οταν κάποιος προσπαθεί μέσα σε μία εβδομάδα, δέκα, το πολύ δεκαπέντε μέρες καλοκαιρινών διακοπών να πατσίσει όλον τον υπόλοιπο χρόνο, έχει και τις ονειροφαντασιώσεις του. Θέλει, ας πούμε, ένα δίωρο το πρωί και ένα το βράδυ, να πιει τον καφέ του στη δεκαετία του 1960 και να φάει στο 1970. Τις υπόλοιπες ώρες, άντε βάλ’ τον σε room to let να πρέπει να ντιλάρει με την ιδιοκτήτρια πότε θα ανοίγει την παροχή του νερού. Πέραν τούτου, η αυθεντικότητα δεν σημαίνει πάντα και ποιότητα. Εχω φάει σε παραδοσιακό «καφενέ» πολυδιαφημισμένα κεφτεδάκια με πάρα πολύ ψωμί και μικροποσότητα κιμά. Και μπακλαβά με ταγκιασμένο καρύδι. Και ταραμοσαλάτα πιο ροζ κι από το ροζ της Μπάρμπι.
Το παραδοσιακό δεν σημαίνει τίποτα αν δεν υπάρχει ποιότητα. Παρακολουθώντας, λόγω εντοπιότητας, την εξέλιξη των νησιών μας τα (πολλά) χρόνια που ζω, ξέρω ότι ουδείς καφενές απειλήθηκε από ουδένα brunchάδικο. Και ουδένα brunchάδικο επιβίωσε αν δεν πρόσφερε ποιότητα. Ο σωστός ανταγωνισμός τα κάνει όλα καλύτερα. Διότι όλα χρειάζονται σ’ έναν σύγχρονο τόπο διακοπών. Ασε που αν τα θέλαμε όλα «όπως παλιά», θα έβλεπα, στη Σύρο, την Barbie το 2030, όταν τα μικρανίψια μου θα κοντεύουν να πάνε φαντάροι.