Κουβαλάω από παιδί ένα τραύμα που, πλέον, ξέρω ότι δεν πρόκειται να ξεπεράσω. Οταν ακούω για ναυάγιο, λιποψυχώ. Νιώθω ότι κόβονται τα γόνατά μου κι ας έχει γίνει στην άλλη άκρη του κόσμου. Την αιτία τη γνωρίζω. Εχω περάσει όλα τα παιδικά μου καλοκαίρια σε νησί και μάλιστα «νησί της ναυτοσύνης», τη Σύρο. Ολα τα αδέλφια της μάνας μου ναυτικοί και της γιαγιάς μου το ίδιο. Και οι πατεράδες των περισσότερων παιδιών της γειτονιάς. Θυμάμαι λοιπόν εκείνες τις φορές που, από τα καλοκαιρινά παράθυρα, έφταναν μέχρι το κρεβάτι μου και με ξυπνούσαν νυχτιάτικα σπαρακτικές φωνές και γοερά κλάματα. Ηξερα τι είχε συμβεί κι ας μη μου είχε μιλήσει κάποιος. Εκείνος ο φόβος ο αιώνιος που είχε γίνει δεύτερη φύση γι’ αυτούς που «έμεναν πίσω», που κρυβόταν πίσω από χαμογελαστά πρόσωπα και δώρα – παιχνιδάκια από την Ιαπωνία -, έσκαγε ως πραγματικότητα. Ενα τηλεφώνημα μέσα στη νύχτα, ειδοποιούσε για το ναυάγιο. Με θυμάμαι να κουλουριάζομαι μέσα στο σεντόνι και να αναρωτιέμαι, τρέμοντας, από πού έρχονταν οι φωνές. Να ‘ταν ο μπαμπάς της Λίτσας ο πνιγμένος ή ο μεγάλος αδελφός του Θοδωρή; Δεν ξέρω πόσες φορές συνέβη αυτό. Μπορεί δύο ή τρεις, μπορεί και περισσότερες. Οσες και να ήταν, έχουν σκάψει πολύ βαθύ αποτύπωμα.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ