Πολλοί από μας επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά -εις ώτα δυσηκόων- την ανάγκη της ευταξίας και της εφαρμογής των νόμων: αυτή η διαμάχη είναι στοιχείο κοινωνικού διχασμού ο οποίος προκύπτει από τη διαφορετική θεώρηση του ατόμου και της κοινότητας εκ μέρους της δεξιάς και της αριστεράς.
Στη σύγχρονη πολιτική, η έκφραση «νόμος και τάξη» σημαίνει αυστηρότερη επιτήρηση της νομιμότητας και αυστηρότερες ποινές με σκοπό την πρόληψη και τιμωρία του εγκλήματος, είτε αυτό οφείλεται σε αμέλεια, είτε σε πρόθεση. Οι υποστηρικτές του «νόμου και της τάξης» ισχυρίζονται ότι η φυλάκιση είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο πρόληψης, ενώ οι πολέμιοί του πιστεύουν ότι οι κοινωνίες, μη αντιμετωπίζοντας τις υποκείμενες ή συστημικές αιτίες της αποκλίνουσας συμπεριφοράς και επιβάλλοντας σκληρές τιμωρίες, διαιωνίζουν την παραβατικότητα. Αμφότερες οι πλευρές έχουν κάποιο δίκιο: η εμπειρία άλλοτε επαληθεύει την πρώτη, άλλοτε τη δεύτερη· επειδή οι κοινωνίες είναι ανόμοιες, ποικίλλουν οι παράγοντες που ευνοούν ή δεν ευνοούν την εγκληματικότητα. Η δική μας διαφορά από τις ανεπτυγμένες κοινωνίες -ένα χαρακτηριστικό του ελληνικού εξαιρετισμού- έγκειται στο ότι οι περισσότερες τραγωδίες μας οφείλονται στη δυσλειτουργία του κράτους: στον παροιμιώδη δημοσιοϋπαλληλισμό τον οποίον ενισχύει η ατιμωρησία που αναπαράγεται από την αποποίηση ατομικών ευθυνών· στην Ελλάδα επικρατεί ατμόσφαιρα παιχνιδότοπου. Έτσι, πέραν της διαμάχης μεταξύ δεξιάς και αριστεράς για την αξία ή την απαξία του «νόμου και της τάξης» -στην οποία, προς το παρόν, η αριστερά έχει υπερισχύσει- αντιμετωπίζουμε χρόνια προβλήματα ανοργανωσιάς, ευθυνοφοβίας και ασυνειδησίας σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής.
Τα διεθνή παραδείγματα είναι συγκεχυμένα. Στις ΗΠΑ, η δεξιά -ο Wallace, o Goldwater, o Nixon, o Ford, o Reagan- προσπάθησαν να καταπολεμήσουν το έγκλημα με καταστολή· και απέτυχαν. Οι Δημοκρατικοί αντίπαλοί τους υποστήριζαν ότι ο νόμος και η τάξη ήταν ένα ρατσιστικό τέχνασμα και αισιοδοξούσαν ότι τα κοινωνικά προγράμματα θα έλυναν τα «θεμελιώδη προβλήματα» που προκαλούν την ανομία. Όμως, ούτε αυτό συνέβη -όχι ότι ήταν εύκολο να συμβεί· δεν ήταν. Στο μεταξύ, οι Ρεπουμπλικανοί διέδιδαν ότι τα κινήματα των πολιτικών δικαιωμάτων 1955-1975 είχαν συμβάλει στην παραβατικότητα και ότι η Great Society του Lyndon Johnson επιβράβευε τους δράστες της βίας αντί να τους τιμωρεί. Σ’ αυτή τη νομική και πολιτιστική σύγκρουση, επικράτησαν οι συντηρητικοί και ο Johnson κήρυξε τον «πόλεμο κατά του εγκλήματος» χρηματοδοτώντας την ομοσπονδιακή και την τοπική αστυνομία. Το αποτέλεσμα ήταν να τριπλασιαστούν οι εγκάθειρκτοι από 500.000 το 1980 σε 1,5 εκατομμύριο το 1994· το 2006 έφτασαν τα 2,5 εκατομμύρια για να μειωθούν στη συνέχεια στο 1,2 εκατομμύριο. Εννοείται ότι προτού συγκλονιστούμε από αυτή την τρομερή αύξηση των κρατουμένων πρέπει να λάβουμε υπόψη την αύξηση του γενικού πληθυσμού -παρ’ όλ’ αυτά, είναι σαφές ότι από το 1960 χτίζονται όλο και περισσότερες φυλακές, ενώ οι κατάδικοι εκτίουν πιο μακροχρόνιες ποινές και οι αναστολές ελαττώνονται. Παραλλήλως, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Ρεπουμπλικανών, που νόμιζαν ότι είχαν βρει την ιδανική λύση, σημειώθηκε δραματική αύξηση του βίαιου εγκλήματος, εντάθηκε το φαινόμενο των κατά συρροήν δολοφόνων και οι παρανομίες σχετικά με την εμπορία και χρήση ναρκωτικών έγιναν ένα από τα σοβαρότερα κοινωνικά προβλήματα στις ΗΠΑ. Ούτε η θανατική ποινή είχε αντίκτυπο στην εγκληματικότητα: όταν καταργήθηκε σε πολλές πολιτείες, δεν ακολούθησε η πολυαναμενόμενη εξημέρωση των ηθών· κι όταν κάποιες από αυτές την επανέφεραν δεν ακολούθησε μείωση των φόνων. Πάντως, πολλοί Αμερικανοί προσχώρησαν στους Ρεπουμπλικανούς εξαιτίας της απαράδεκτης, κατά τη γνώμη τους, ελαστικότητας των Δημοκρατικών. Αυτή η πολιτική κινητικότητα παρατηρείται στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες γύρω από το πρόβλημα της επιβολής του νόμου.
Αν και οι ΗΠΑ παραμένουν ξεχωριστή περίπτωση λόγω της ιδιαίτερης ιστορίας τους, του ομοσπονδιακού συστήματος και του ρητού ρόλου της αστυνομίας ως προστάτη της ιδιωτικής περιουσίας, μπορούμε να αντλήσουμε κάποια μαθήματα από την αμερικανική εμπειρία. Για παράδειγμα, η εγκληματικότητα μειώθηκε σε πολλές αμερικανικές μεγαλουπόλεις όταν εκσυγχρονίστηκε η αστυνομία, αντιμετωπίστηκε η διαφθορά και εφαρμόστηκε εύλογη αντιστοιχία εγκλήματος και ποινής. Έχει αποδειχθεί ότι η ανάρμοστη συμπεριφορά της αστυνομίας οδηγεί σε αύξηση της παρανομίας· η δε εγκληματικότητα επιδεινώνεται από δικαστικές αποτυχίες -π.χ. υπερβολική επιείκεια ή υπερβολική σκληρότητα- καθώς κι από τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές. Στις ΗΠΑ το 83% των κρατουμένων που απελευθερώνονται ξανασυλλαμβάνονται στα επόμενα 9 χρόνια: επειδή προφανώς δεν αναμορφώνονται και επειδή οι αρχές τοὺς κάνουν τη ζωή δύσκολη· δεν τους αφήνουν σε ησυχία. Προστίθεται το πρόβλημα των νέων και των ανηλίκων παραβατών το οποίο στις ΗΠΑ επιλύεται, δήθεν, με ποινές φυλάκισης ακόμα και για μικροαδικήματα, ενώ, αντιθέτως, στις ευρωπαϊκές χώρες επικρατεί πλήρης χαλαρότητα. Ούτε η μία στάση ούτε η άλλη έχει θετικά αποτελέσματα: η νεανική παραβατικότητα έχει αυξηθεί παντού, ανεξαρτήτως της απειλής πολυετούς φυλάκισης.
Ο ποινικός λαϊκισμός που στηρίζεται στην ιδέα ότι το έγκλημα είναι ανεξέλεγκτο κι ότι «κάτι πρέπει να γίνει» συγκρούεται με την αριστερή ιδέα ότι μειώνεται όταν μειώνονται οι οικονομικές ανισότητες κι ότι οι εγκληματίες είναι, με τη σειρά τους, κοινωνικά θύματα. Οι δεξιοί κατηγορούν τους αριστερούς για αφέλεια και για ερωτοτροπία με το κοινωνικό περιθώριο, ενώ οι αριστεροί απαντούν ότι οι σκληρόκαρδοι δεξιοί ποινικοποιούν τη φτώχεια και την κακοτυχία. Οπωσδήποτε, η αμερικανική αντίληψη του νόμου και της τάξης είναι, στην πράξη, ταξικά και φυλετικά μεροληπτική. Όμως, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες διαφέρουν: το ευρωπαϊκό κράτος δικαίου, εκτός του ότι συνεπάγεται εμπιστοσύνη μεταξύ πολιτών και κράτους -αστυνομίας, δικαιοσύνης- προϋποθέτει ένα μηχανισμό που λειτουργεί αδέκαστα και αποτελεσματικά σε μια αμφίδρομη σχέση. Όσο για μας τους Έλληνες, μεγαλώνουμε με την απαξίωση της αστυνομίας, ενώ από την πλευρά τους πολλοί αστυνομικοί έχουν τρουπώσει στο δημόσιο ή φοβούνται τον ίσκιο τους. Αν στις ΗΠΑ εμφανίζονται σαν πιστολάδες που σε καθαρίζουν όταν τους αντιμιλήσεις, στη χώρα μας εμφανίζονται σαν νωθροί δημόσιοι υπάλληλοι που κινητοποιούνται μόνο μετά από αιματοχυσία.