«Οπως τα ζαγάρια στον ντορό, βάλαμε το κεφάλι κάτω και βαδίζαμε μεσοπλαγίς. Σταματάγαμε. Κρατάγαμε την ανάσα και αφουγκραζόμασταν να πιάσουμε τις φωνές του εχθρού που χτένιζε την περιοχή. Δεν ακουγόταν ψυχή. Κάπου κάπου γλιστροπατάγαμε. Τα τρόχαλα κύλαγαν στην κατηφοριά κι έπεφταν με πάταγο στα γκρέμουρα. Ο καπετάνιος γύριζε απότομα το κεφάλι σε μια σιωπηλή επίπληξη». Οι αντάρτες στο μυθιστόρημα του Μάκη Καραγιάννη «Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται» (εκδ. Μεταίχμιο) έχουν μονίμως το κεφάλι στη γη. Αφουγκράζονται τον θάνατο – πίσω από τις βουνοπλαγιές του Εμφυλίου – στη δική τους κάθοδο από τα ελληνοαλβανικά σύνορα προς το Τρίκορφο Αιτωλοακαρνανίας. Επειδή, όμως, είναι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες, έχουν το προνόμιο που τους δίνει ο συγγραφέας: να ψυχανεμίζονται και τον μυστικό ήχο των πλησιαζόντων γεγονότων. Την ήττα του προσωπικού οράματος (αν υπήρξε εξ ολοκλήρου προσωπικό) και την προδοσία του συλλογικού. Οταν ο αγώνας μοιάζει αυτοκτονικός, καθώς ο κυβερνητικός στρατός έχει πιάσει όλα τα περάσματα, εκείνοι συνεχίζουν μια αποστολή χωρίς ελπίδα μόνο και μόνο για να βγάλουν αληθινό τον ιδεαλισμό του καπετάνιου τους, του δασκάλου Μάρκου Ζάβαλη. «Τρία χρόνια τώρα ανηφοριές, χαράδρες, φεγγάρια κι απάτητα βουνά, σκοτεινές πορείες, χωρίς ανάσα, ενέδρες και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, φαντάροι και παρακρατικοί, κάννες και μάτια με μίσος θανατερό, σκοτωμένο αίμα, διαμελισμένα κορμιά, ιδρώτας και πονεμένα πόδια, βροχές και χιόνια, βρεγμένα κορμιά, πεινασμένες μέρες και νύχτες, δακρυσμένα μάτια στο σκοτάδι. Σκληροζωή. Σαν την ντουφεκιά του τέλους που παραμόνευε στα δολερά μονοπάτια».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ