Είχα την τύχη να συναντήσω δύο φορές τον Γουίλιαμ Φρίντκιν στο Φεστιβάλ της Βενετίας, τη μια το 2014 με αφορμή μία από τις τελευταίες κινηματογραφικές ταινίες του, το «Killer Joe», και την άλλη την αμέσως επόμενη χρονιά, όταν ο Φρίντκιν στο ίδιο φεστιβάλ τιμήθηκε με έναν ειδικό Χρυσό Λέοντα για το σύνολο της προσφοράς του στον κινηματογράφο. Μάλιστα, η επιλογή της ημερομηνίας βράβευσής του δεν είχε γίνει τυχαία. Η 29η Αυγούστου ήταν η ημερομηνία γέννησης του Φρίντκιν (1935, Σικάγο), ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 7 Αυγούστου, έχοντας όμως παραμείνει στις επάλξεις ως το τέλος, δραστήριος και πάντα ανήσυχος. Στο προσεχές Φεστιβάλ της Βενετίας, άλλωστε, θα παρουσιαστεί η τελευταία ταινία του, «The Caine Mutiny Court-Martial», με πρωταγωνιστή τον Κίφερ Σάδερλαντ (ριμέικ της «Ανταρσίας του Κέιν» με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ).
Αναφέρθηκα στις «συναντήσεις» μου μαζί του (σε συνεντεύξεις Τύπου, όχι σε προσωπική συνέντευξη), διότι στη δεύτερη είχα μια περίεργη «εμπειρία» την οποία θα θυμάμαι πάντα γιατί μου έδωσε να καταλάβω ότι οι φήμες που κυκλοφορούσαν για τον οξύθυμο χαρακτήρα του Φρίντκιν κατά πάσα πιθανότητα ήταν σωστές. Κατ’ αρχάς, ο Φρίντκιν φάνηκε να έχει χιούμορ διότι συστήθηκε ως… Τζορτζ Κλούνι. Οταν ωστόσο κάποια στιγμή πριν από την ολοκλήρωση της συνέντευξης Τύπου σηκώθηκα να φύγω για να γράψω το κείμενο της ημερήσιας αποστολής μου, εκείνος που με είδε, θύμωσε και δεν το έκρυψε. «Α, τόσο πολύ σε ενδιαφέρουν αυτά που λέγονται εδώ μέσα, ε; Συγγνώμη λοιπόν!», φώναξε δηκτικά, αναγκάζοντάς με να στραφώ με το λάπτοπ ανοιχτό και να του φωνάξω «συγγνώμη, πρέπει να τρέξω». Κάτι μουρμούρισε ειρωνικά και το επεισόδιο έκλεισε εκεί.
Ως σκηνοθέτης, ο Γουίλιαμ Φρίντκιν, γνωστός για τις τεράστιες επιτυχίες που σημείωσε στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 με τον «Ανθρωπο από τη Γαλλία» (1971), τον «Εξορκιστή» (1973) και το «Ψωνιστήρι» (1980), είχε τη φήμη ενός σκληρού καλλιτέχνη ο οποίος κατέβαλλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκτήσει τον επιθυμητό ρεαλισμό στις σκηνές του. Στο ενεργητικό του βρίσκεται μία από τις πιο επικίνδυνες σκηνές πόλης στην ιστορία του κινηματογράφου, εκείνη στον «Ανθρωπο από τη Γαλλία», στην οποία βλέπουμε τον αστυνομικό πρωταγωνιστή που υποδύεται ο Τζιν Χάκμαν να καταδιώκει με το αυτοκίνητο ένα τρένο του μετρό της Νέας Υόρκης. Τόσο οι κασκαντέρ όσο και οι ανυποψίαστοι πολίτες πεζοί είχαν κινδυνέψει στην πραγματικότητα κατά τη διάρκεια των επίπονων γυρισμάτων αυτής της σκηνής που διαρκεί αρκετά. Εχει επίσης ειπωθεί ότι σε μια άλλη περίπτωση, στα γυρίσματα του «Εξορκιστή», ο Φρίντκιν δεν δίστασε να φτάσει ακόμα και στο σημείο χειροδικίας ή της πρόκλησης τρόμου με διάφορους τρόπους στους ηθοποιούς του προκειμένου να κερδίσει τις αντιδράσεις που ήθελε.
Ομως όλα αυτά, όπως και οι τέσσερις προβληματικοί γάμοι του (ένας εκ των οποίων με τη γαλλίδα ηθοποιό Ζαν Μορό), δεν είναι παρά οι παρασκηνιακές λεπτομέρειες για τον χαρακτήρα ενός κινηματογραφικού δημιουργού που θα μείνει στην Ιστορία πέρα από καθετί ως ένας από εκείνους που συνέβαλαν στην ανάπτυξη και ωρίμανση του αμερικανικού κινηματογράφου έχοντας υπάρξει θεμελιωτής του άτυπου κινήματος που στη δεκαετία του 1970 ονομάστηκε «Νέο Χόλιγουντ» (και στο οποίο ανήκουν σκηνοθέτες όπως ο Φράνσις Κόπολα, ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο Τζορτζ Λούκας, ο Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, ο Μπράιαν ντε Πάλμα και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ). Η καριέρα του Γουίλιαμ Φρίντκιν άρχισε από την τηλεόραση, όπου δούλεψε αρκετά χρόνια στον τομέα του ντοκιμαντέρ. Με στεγνό, σκληρό, ευθύβολο βλέμμα εξερεύνησε ενδελεχώς τα όρια του είδους δίνοντάς του νέες διαστάσεις. Ακολούθησαν σκηνοθεσίες επεισοδίων γνωστών τηλεοπτικών σειρών όπως «The Alfred Hitchcock Hour» (λέγεται ότι ο Αλφρεντ Χίτσκοκ τού είχε κάνει παρατήρηση επειδή είχε εμφανιστεί στο σετ ατημέλητα ντυμένος) και στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ήρθε ο κινηματογράφος, με πρώτη ταινία το «Πάρτι γενεθλίων» σε σενάριο Χάρολντ Πίντερ.
Το όνομα του Φρίντκιν μπήκε στον χάρτη των νέων πολλά υποσχόμενων auteurs με την τολμηρή ταινία «The boys in the band», μια ματιά στην γκέι κοινότητα της Νέας Υόρκης των τελών της δεκαετίας του 1960. Δέκα χρόνια αργότερα, με το «Ψωνιστήρι» που άγγιξε το ίδιο θέμα μέσα από μια αστυνομική ιστορία, ο Φρίντκιν θα γινόταν στόχος των ομοφυλόφιλων που τον κατηγόρησαν για ομοφοβία και ρατσισμό απέναντί τους. Εν τω μεταξύ, το 1971 είχε πιάσει ταβάνι με τον «Ανθρωπο από τη Γαλλία», για τον οποίο κέρδισε το Οσκαρ σκηνοθεσίας (η ταινία κέρδισε και το Οσκαρ καλύτερης ταινίας και α’ ανδρικού ρόλου – Χάκμαν). Ακολούθησε ο «Εξορκιστής» που διεύρυνε τους ορίζοντες του κινηματογραφικού τρόμου, αντιμετωπίζοντας με «επιστημονική» προσέγγιση ζητήματα όπως ο δαιμονισμός και ο εξορκισμός. «Είναι μια ταινία για τη δύναμη του Ιησού Χριστού και το μυστήριο της πίστης», είχε πει ο Φρίντκιν, ο οποίος ανέκαθεν γοητευόταν και από τα δύο.
Ωστόσο, η πιο προσωπική ταινία του Φρίντκιν (όπως ο ίδιος είχε παραδεχθεί) υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές αποτυχίες του. Γυρισμένο το 1976 σε φυσικούς χώρους της Νότιας Αμερικής, «Το μεροκάματο του φόβου» ήταν η αμερικανική απάντηση στην κλασική ταινία του Ανρί Ζορζ Κλουζό «Το μεροκάματο του τρόμου». Σε ερώτησή μου για το αν το ψυχολογικό φορτίο της απόφασής του να αγγίξει μια κλασική ταινία ήταν μέρος των δυσκολιών για τη δημιουργία της ταινίας, ο Φρίντκιν ήταν κάθετος. «Ποτέ δεν σκέφτηκα την ταινία μου ως ριμέικ και τα προβλήματά μου όταν την έφτιαχνα ήταν φυσικά και σωματικά και όχι ψυχολογικά», είπε μιλώντας για τις ασθένειες που πέρασαν στα γυρίσματα οι ηθοποιοί, ο ίδιος και το συνεργείο. «Επαθαν όλοι ελονοσία και κάποιοι μολύνθηκαν από γάγγραινα. Ομως έπρεπε να την ολοκληρώσω πάση θυσία». Μετά την αποτυχία του «Μεροκάματου» (που εν συνεχεία επανεκτιμήθηκε και σήμερα έχει αποκτήσει cult κοινό), ο Φρίντκιν γύρισε το «Ψωνιστήρι», του οποίου ο θόρυβος τον έφερε και πάλι στο προσκήνιο αλλά για λίγο. Κατά κάποιο τρόπο βρέθηκε στο περιθώριο, γυρίζοντας «παραγγελιές» («Blue chips»), ριμέικ για την τηλεόραση («12 angry men») ή αντιγράφοντας τον εαυτό του («Ο άνθρωπος από το Λος Αντζελες», «Jade»). Δεν σταμάτησε ποτέ να είναι δημιουργικός («Κατάχρηση εξουσίας», «Ο κυνηγημένος»), ενώ την τελευταία δεκαετία φάνηκε να επανέρχεται με μικρά, ενδιαφέροντα, ανεξάρτητα πράγματα όπως το «Bug» και το «Killer Joe». Ωστόσο, η αίγλη των ταινιών του στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970 είχε πλέον χαθεί.