Ωμή επίδειξη τουρκικής βίας στην Κύπρο συνιστούν τα πρωτοφανή γεγονότα που συνέβησαν στην Πράσινη Γραμμή, στην περιοχή Πύλα, όταν τουρκοκυπριακές δυνάμεις συγκεχυμένης ως έναν βαθμό ταυτότητας επιτέθηκαν με… μπουλντόζες αλλά και με μαζικές απωθήσεις κυανόκρανων από πεζά τμήματα από τις θέσεις τους, προκειμένου να προχωρήσουν παράνομα έργα οδοποιίας που, επί της ουσίας, επιχειρούν να διαμορφώσουν νέο status quo στην ουδέτερη ζώνη, η οποία προστατεύεται νομικά και πραγματικά με επί τόπου δυνάμεις από τον ΟΗΕ.
Η διεθνής αντίδραση που προκλήθηκε ήταν άμεση και καταιγιστική, με τη μοναδική παράφωνη εξαίρεση της Ρωσίας, του μόνου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ το οποίο όχι μόνο δεν καταδίκασε αλλά και μπλόκαρε την καταδίκη του ΣΑ για τις πειρατικού χαρακτήρα τουρκοκυπριακές ενέργειες που εκτελέστηκαν μεν από Τουρκοκυπρίους αλλά φυσικά με εντολές και καθοδήγηση της τουρκικής κυβέρνησης, καθώς αυτή ασκεί την πραγματική πολιτική διοίκηση των Κατεχομένων. Εκεί θα ήταν αδύνατο να γίνουν τέτοια επεισόδια χωρίς να έχουν ενορχηστρωθεί πλήρως από την Τουρκία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο προέβησαν σε σκληρή καταδικαστική δήλωση, και μάλιστα από κοινού, ενώ η Ουάσιγκτον κάλεσε με τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση τους πολίτες της να απέχουν από ταξίδια στα Κατεχόμενα μετά τα γεγονότα. Παράλληλα, ομάδα των ελληνικών υποθέσεων της Αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων προχώρησε κι εκείνη σε έντονη καταδίκη, ενώ το ίδιο έπραξαν και όλα τα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα. Και, βέβαια, οξύτατες ήταν οι αντιδράσεις του ίδιου του ΟΗΕ, ο οποίος έχει και την ευθύνη για τις εν λόγω δυνάμεις που υπέστησαν αυτή την ακραία επιθετική τουρκική πρόκληση και αναφέρεται ακόμα και σε διεθνείς ποινικές ευθύνες, καθώς η πράξη θεωρείται σοβαρό έγκλημα με βάση το διεθνές δίκαιο. Τέλος, φυσικά, εντονότατη ήταν η καταδίκη από την πλευρά τόσο της Ελλάδας όσο και της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες είναι και οι πραγματικοί αποδέκτες αυτής της πολιτικής του νέου ωμού τουρκικού τραμπουκισμού.
Ωστόσο, τα νέα και αρκετά αναπάντεχα αυτά δεδομένα γεννούν ένα προφανές ερώτημα: Γιατί και γιατί τώρα; Δεν είναι απίθανο η κλιμάκωση αυτή να συνδέεται και με το γεγονός ότι η αμερικανική κυβέρνηση έχει αποφασίσει την επέκταση της άρσης του εμπάργκο όπλων προς την Κυπριακή Δημοκρατία με βάση το «Eastern Mediterranean Security and Energy Partnership Act» που νομοθέτησε το Κογκρέσο της χώρας το 2019, κάτι που ενόχλησε ιδιαίτερα την Τουρκία αλλά και την ψευτοκυβέρνησή της στα Κατεχόμενα.
Ακόμα πιο πιθανό είναι όλο αυτό να αφορά περισσότερο την υπόθεση του επικείμενου ελληνοτουρκικού διαλόγου που λογικά αναμένεται για το φθινόπωρο: η Τουρκία, ενώ τηρεί μια νέα πρωτοφανή στάση «ηρεμίας» στα ελληνοτουρκικά, προφανώς εν αναμονή πιθανών εξελίξεων που δεν είναι γνωστές – αλλιώς γιατί κάνει το «καλό παιδί; -, στέλνει ένα ξεκάθαρο διπλό μήνυμα: Πρώτον, ότι, παρά τις αφελείς προσδοκίες που γεννά η τεχνητή «ησυχία» της που σαφώς συνδέεται με κάποια μορφή «υποσχετικής» στα ελληνοτουρκικά, οι πραγματικές της αναθεωρητικές βλέψεις δεν έχουν μετακινηθεί στο ελάχιστο. Και, δεύτερον, ότι η Κύπρος είναι για την Αγκυρα ένα δυνατό χαρτί εκβιασμού που δεν πρόκειται να το αφήσει ανεκμετάλλευτο κατά τις όποιες ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις ενδέχεται να ακολουθήσουν σύντομα.
Οι αστείες δικαιολογίες που προέβαλε η τουρκοκυπριακή πλευρά περί της αναγκαιότητας του σχετικού έργου δεν συγκίνησαν κανέναν. Ωστόσο έδειξαν ότι έχει εφεύρει ένα «επιχείρημα» για να συνεχίσει όσο μπορεί και όποτε θέλει τέτοιες ενέργειες. Και μένει τώρα να δούμε τι θα της πει η Αγκυρα να κάνει, ιδίως όσο πλησιάζουμε στον επικείμενο ελληνοτουρκικό διάλογο, κάθε πρόβλεψη επί του οποίου καθίσταται με τέτοιου είδους γεγονότα ακόμα πιο επισφαλής. Ιδίως δε όσο το πραγματικό περιεχόμενό του παραμένει εντελώς άγνωστο και ασφαλώς γεννά ανησυχία.