Ισως (κάποιοι) στην κυβέρνηση να είχαν στο μυαλό τους το πρώτο καλοκαίρι της δεύτερης γαλάζιας θητείας ως εποχή άνετης προσαρμογής και αναζήτησης βηματισμού. Ή και ως ημέρες πλήρους χαλάρωσης μετά τη διπλή προεκλογική περίοδο η οποία οδήγησε σε συνθήκες απόλυτης πολιτικής κυριαρχίας της ΝΔ και σε μια αποδυναμωμένη αντιπολίτευση, η οποία έχει να φροντίσει τις δικές της εσωτερικές διεργασίες είτε για ανάκτηση είτε για ενίσχυση δυνάμεων.
Ακόμα και σε αυτό το αλλαγμένο πολιτικό σκηνικό, το πρώτο μισό των… 100 ημερών από την εκλογική νίκη της ΝΔ απέδειξε ότι ο χρόνος δεν χαρίζεται σε κανέναν. Ούτε στον ισχυρό ούτε στον πληγωμένο. Ο χρόνος δεν περιμένει αλλά τρέχει πιεστικά μπροστά στις αυξημένες απαιτήσεις και τις ανάγκες της καθημερινότητας αλλά και στα «απρόοπτα» που, όπως φάνηκε, απειλούν την Ηρώδου Αττικού με – μικρή ή μεγαλύτερη – φθορά ήδη από την αρχή της διακυβέρνησης. Δεν είναι ότι το Μαξίμου εξαρχής δεν νοιαζόταν και τόσο για τις πρώτες 100 ημέρες του.
Ισα ίσα που πρωθυπουργικοί συνεργάτες διεμήνυαν προ εβδομάδων και εξακολουθούν να λένε ότι αυτό το πρώτο τρίμηνο λογίζεται ως ένα καθοριστικό διάστημα για να δοθεί στους πολίτες ισχυρό κυβερνητικό αποτύπωμα και κυρίως για να μπουν στις ράγες οι μεγάλες αλλαγές τις οποίες επαγγέλλεται η κυβέρνηση της ΝΔ. Δίνει ήδη το στοίχημα και το ξέρει: να μην εξαντλεί τον χρόνο της στη διαχείριση των όποιων αστοχιών και να μην παρασύρεται σε καθυστερήσεις μπροστά στα δύσκολα.
Τα πρώτα μέτρα της διαδρομής είχαν πράγματι κακοτράχαλα σημεία, τα οποία το Μαξίμου προφανώς ούτε τα ήθελε ούτε τα περίμενε. Πρωθυπουργικοί συνεργάτες επιμένουν να λένε ότι η νέα τετραετία είναι εκείνη των «τομών» ως συνέχεια της προηγούμενης. Αναγνωρίζουν συνεπώς ότι η κυβέρνηση κρίνεται πια αυστηρά από το «αποτέλεσμα». Από όσα εφαρμόζει, όχι από τις υποσχέσεις της, ανεξάρτητα από το αν ο δρόμος θα παραμείνει ανηφορικός.