Το «Economist» έχει γράψει τη δική του ιστορία σε σχέση με τη Γερμανία. Λίγο πριν από την αλλαγή της χιλιετίας, την είχε χαρακτηρίσει ως «τον άρρωστο της Ευρώπης και του ευρώ», καυτηριάζοντας την έλλειψη πολιτικής βούλησης για την πραγματοποίηση σοβαρών μεταρρυθμίσεων – κυρίως στην οικονομία – και την επανάπαυση στις «δάφνες» της επανένωσης. Υστερα από αυτό, ο συνασπισμός των Σοσιαλδημοκρατών του Γκέρχαρντ Σρέντερ με τους Πράσινους του Γιόσκα Φίσερ, ο οποίος είχε τη διακυβέρνηση της ευρωπαϊκής υπερδύναμης από τον Οκτώβριο του 1998 (και έμεινε εκεί μέχρι τον Νοέμβριο του 2005), επέλεξε να σηκώσει το γάντι και να αναλάβει δράση.
Με την περίφημη «Ατζέντα 2010» και το νομοσχέδιο για τα εργασιακά «Hartz IV», δύο πρωτοβουλίες που κάθε άλλο παρά δημοφιλείς υπήρξαν και ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων, η τότε κυβέρνηση επιχείρησε να απαντήσει στην πρόκληση και να δώσει το αναγκαίο φάρμακο στον ασθενή της Ευρώπης.
Οι αλλεπάλληλες κρίσεις που ακολούθησαν – πρώτα από όλες η χρηματοπιστωτική – και συντάραξαν όλη τη Γηραιά Ηπειρο απέδειξαν ότι είχε πετύχει διάνα, καθώς η Γερμανία όχι απλώς άντεξε, αλλά κατάφερε να βγει ενισχυμένη και πιο ανταγωνιστική σε σύγκριση με τους περισσότερους άλλους ευρωπαίους εταίρους της.
Ετσι, 14 χρόνια αργότερα, μια ομάδα επιφανών οικονομολόγων από το Βερολίνο και το Λονδίνο έδιναν στη δημοσιότητα μια εντελώς διαφορετική εικόνα, υπό τον τίτλο «Από άρρωστος της Ευρώπης, μια οικονομική σουπερστάρ», παραθέτοντας παράλληλα τα διδάγματα που όφειλαν να αντλήσουν όλοι οι υπόλοιποι από την εντυπωσιακή αναγέννηση της Γερμανίας. Τα χρόνια, όμως, πέρασαν και τα δεδομένα άλλαξαν για μία ακόμη φορά – ειδικά μετά τις κρίσεις της πανδημίας και τον πόλεμο στην Ουκρανία -, με αποτέλεσμα το «Economist» να αποφασίσει να «χτυπήσει» και πάλι.
Ανησυχούν όλοι
«Είναι η Γερμανία, για μία ακόμη φορά, ο άρρωστος της Ευρώπης;» είναι το ερώτημα που θέτει το βρετανικό περιοδικό στο τελευταίο του πρωτοσέλιδο. Σπεύδοντας, παράλληλα, να ξεκαθαρίσει ότι «αν και τα δεδομένα είναι διαφορετικά σε σύγκριση με το 1999, είναι πάλι αναγκαία μια γερή δόση μεταρρυθμίσεων».
Η αλήθεια, μάλιστα, είναι ότι η παραπάνω διαπίστωση δεν αποτελεί εξαίρεση, καθώς δείχνουν να τη συμμερίζονται αρκετά άλλα γνωστά έντυπα και αναλυτές. Η Deutsche Welle, για παράδειγμα, έθεσε ακριβώς το ίδιο ερώτημα με το «Economist» σε ανάλυση που δημοσίευσε στις 31 Ιουλίου. Κάτι ανάλογο έκανε στις 6 Αυγούστου και η «Handelsblatt», η πιο μεγάλη και γνωστή οικονομική εφημερίδα της Γερμανίας, σπεύδοντας ωστόσο να προσθέσει με νόημα ότι «υπάρχει ακόμη ελπίδα» – κάτι που θα μπορούσε, δικαίως, να εκληφθεί ως πίεση προς τη σημερινή κυβέρνηση για έναν νέο γύρο μεταρρυθμίσεων. Από την πλευρά τους, οι «Financial Times», σε ανάλυση που ανέβασαν χθες, θέτουν το εξής ερώτημα: «Είναι σε θέση η Γερμανία να επιδιορθώσει την οικονομία της;».
Οπως είναι προφανές, ο συνασπισμός που κρατά τα ηνία της χώρας δεν μπορεί να αδιαφορήσει. Ακόμη και αν το ήθελε, άλλωστε, η εικόνα από την οικονομία είναι τόσο «γκρίζα» που έχει ήδη σημάνει συναγερμό στα αρμόδια επιτελεία, καθώς η χώρα βρίσκεται ήδη σε καθεστώς «τεχνικής ύφεσης». Σε βαθμό ώστε, σύμφωνα με τις προβλέψεις του συνόλου σχεδόν των διεθνών οργανισμών, η Γερμανία να είναι η μοναδική από τα κράτη – μέλη του G7 και άλλους ισχυρούς «παίκτες» του πλανήτη που θα δει το ΑΕΠ της να συρρικνώνεται, έστω και οριακά, στη διάρκεια του φετινού έτους.
Ο Σολτς, ο Σρέντερ και η Ευρώπη
Παρά, λοιπόν, το γεγονός ότι ο Σρέντερ αντιμετωπίζεται από πολλούς ως ανεπιθύμητος εξαιτίας των στενών δεσμών του με τη Ρωσία και τον Βλαντίμιρ Πούτιν, δεν είναι λίγοι εκείνοι που τον… αποζητούν και θέτουν στον Ολαφ Σολτς το καυτό ερώτημα: Τολμά να κάνει ό,τι και ο πρώην καγκελάριος και «σύντροφός» του στο SPD ή θα αφήσει τη Γερμανία να βυθίζεται σιγά σιγά, μέχρις ότου η κατάσταση δεν θα είναι αναστρέψιμη;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι στην περίπτωση που ο ηγέτης του SPD απαντήσει καταφατικά και πείσει τους εταίρους του – Πράσινους και Ελεύθερους Δημοκράτες – για την αναγκαιότητα μιας νέας «τομής», τότε θα πάρει ένα μεγάλο ρίσκο. Αφενός, επειδή θα πρόκειται για μεταρρυθμίσεις που θα πυροδοτήσουν έντονες κοινωνικές αντιδράσεις και συγκρούσεις, προκαλώντας επιπλέον προβλήματα και στην οικονομία, αφετέρου, διότι ενώ η δημοφιλία του ίδιου και της κυβέρνησής του μειώνεται διαρκώς, πάνω από τη Γερμανία πλανάται πιο έντονα και απειλητικά παρά ποτέ το φάντασμα της Ακροδεξιάς, καθώς η AfD εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις να ανεβαίνει διαρκώς, να έχει «κλειδώσει» τη δεύτερη θέση και να πλησιάζει επικίνδυνα και την Ενωση CDU / CSU στην πρώτη.
Οπως είναι προφανές, η τροπή που θα πάρουν οι εξελίξεις το επόμενο κρίσιμο διάστημα δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τους Γερμανούς, αλλά θα έχει καθοριστικές επιπτώσεις για ολόκληρη την ΕΕ, η οποία έτσι κι αλλιώς βρίσκεται σε μεταβατική περίοδο – επανασχεδιάζοντας, εκτός των άλλων, και τη νέα εκδοχή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Το γεγονός δε ότι, την ίδια ακριβώς στιγμή, σε δύσκολη οικονομική κατάσταση (έστω και για διαφορετικούς λόγους) και σε πολιτικό βέρτιγκο βρίσκονται και οι άλλες δύο μεγάλες χώρες της Ευρώπης, Γαλλία και Ιταλία, προαναγγέλλει μια περίοδο έντονων αναταράξεων. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.