Το 1990 ο Ζιλ Ντελέζ δημοσιεύει ένα κείμενο σε ένα γαλλικό περιοδικό, με τίτλο «Υστερόγραφο πάνω στις κοινωνίες του ελέγχου» (στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα). Σ’ αυτό παρουσιάζει με τρόπο πυκνό τη θεωρητική υπόθεση ότι είναι σε εξέλιξη μια μετάβαση από τις πειθαρχικές κοινωνίες, αυτές που στηρίζονταν σε μια πειθαρχική εκδοχή εξουσίας, αυτή που είχε περιγράψει ο Φουκώ σε κείμενα όπως το «Επιτήρηση και Τιμωρία» και που είχε ως επίκεντρο χώρους κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής όπως το εργοστάσιο ή το σχολείο, προς μια νέα πρακτική εξουσίας που διαμορφώνει κοινωνίες ελέγχου.
Οι ψηφιακές τεχνολογίες
Ο Ντελέζ στέκεται ιδιαίτερα στο πώς οι μορφές εξουσίας στις αναδυόμενες κοινωνίες ελέγχου αξιοποιούν τις ψηφιακές τεχνολογίες και κυρίως την ικανότητα άμεσου εντοπισμού του οποιουδήποτε μέσα στον χώρο, εντοπισμός που είναι πιο σημαντικός από την ύπαρξη του ενός ή του άλλου εμποδίου στην κίνηση: «Αυτό που μετρά δεν είναι ο φράκτης, αλλά ο υπολογιστής που αποκαλύπτει τη θέση του καθενός». Την ίδια ώρα, έδινε έμφαση στο γεγονός ότι πλέον δεν είναι το εργοστάσιο η βασική οικονομική μορφή, αλλά η επιχείρηση σε μια πολύ πιο διάχυτη μορφή που διαπερνά όλες τις όψεις της κοινωνικής ζωής: «Η οικογένεια, το σχολείο, ο στρατός, το εργοστάσιο δεν είναι πια τα διακριτά αναλογικά περιβάλλοντα που συγκλίνουν προς έναν ιδιοκτήτη, το κράτος ή την ιδιωτική εξουσία, αλλά ψηφιακές φιγούρες, παραμορφώσιμες και μετασχηματιζόμενες, αυτής της ίδιας της επιχείρησης που δεν διαθέτει τίποτα άλλο από μετόχους». Πάνω από τριάντα χρόνια μετά, αυτού του είδους η γενικευμένη επιτήρηση είναι πια στοιχείο της καθημερινότητας και μάλιστα όχι μόνο από κρατικούς φορείς αλλά κυρίως πια από ιδιωτικές επιχειρήσεις, εάν αναλογιστούμε την πραγματική ισχύ των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών.
Ο ίδιος ο Ντελέζ λίγα χρόνια πριν είχε δοκιμάσει να στοχαστεί τον κοινωνικό ανταγωνισμό, τις ίδιες τις κοινωνικές διεργασίες, με τρόπο που να αντιστοιχεί ακριβώς σε μορφές εξουσίας πολύ πιο ρευστές αλλά και διαβρωτικές και αντιστάσεις πιο διάχυτες. Τα «Χίλια Πλατώματα» του 1980 (στα ελληνικά κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις Πλέθρον, σε μετάφραση Β. Πατσογιάννη), το δεύτερο μέρος του «Καπιταλισμού και Σχιζοφρένεια», του κοινού έργου με τον Φελίξ Γκουαταρί, αποτυπώνουν ίσως την κορυφαία στιγμή της προσπάθειας των δύο συγγραφέων να ανανεώσουν ριζικά την κοινωνική και πολιτική θεωρία, συνεισφέροντας ένα νέο λεξιλόγιο για μια πραγματικότητα με δυνητικότητες, πτυχώσεις και γραμμές διαφυγής, μηχανές-πολέμου, νομαδικές αντιστάσεις και συνεχή γίγνεσθαι που ορίζουν τη δυνατότητα παραγωγής νέων μορφών.
Οι Αθέατοι
Δεν είναι τυχαίο, επομένως, που ο Ντελέζ είναι μια βασική φιλοσοφική αναφορά του συγγραφέα Αλέν Νταμαζιό στο μυθιστόρημά του «Οι Αθέατοι», που κυκλοφόρησε το 2019 στη Γαλλία και φέτος στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις σε πολύ καλή μετάφραση του Δημήτρη Δημακόπουλου. Αλλωστε, το βιβλίο τοποθετείται στη Γαλλία του 2040, όταν η γενικευμένη ιδιωτικοποίηση έχει οδηγήσει τα πράγματα σε μια συνθήκη όπου ακόμη και οι πόλεις ανήκουν σε μεγάλες επιχειρήσεις και η γενικευμένη ψηφιακή επιτήρηση παραπέμπει ακριβώς στις ντελεζιανές κοινωνίες ελέγχου, εντός των οποίων όμως, παρά την τεράστια ικανότητα εντοπισμού οποιουδήποτε – κάτι που είναι και προϋπόθεση για τα όποια κοινωνικά προνόμια – εξακολουθούν να υπάρχουν αντιστάσεις και το κυριότερο να έχει εμφανιστεί ένα μυστηριώδες νέο είδος, μεταξύ ανθρώπου και ζώου, οι Αθέατοι, πολύ δύσκολο να εντοπιστεί.
Το βιβλίο παρακολουθεί ένα ζευγάρι που αναζητά να ξαναβρεί την κόρη του που πιστεύουν ότι μετασχηματίζεται σε Αθέατο, πλευρά της αφήγησης που είναι και η πιο συναισθηματικά φορτισμένη. Η αναζήτηση αυτή συμπίπτει με την προσπάθεια της κυβέρνησης να μεθοδεύσει την εξόντωση των Αθέατων, κάτι που όμως συναντά ευρύτερες αντιστάσεις από ένα πλατύ κίνημα που διεκδικεί τη διαμόρφωση ελεύθερων και αυτοδιαχειριζόμενων ζωνών και το οποίο αντιμετωπίζεται με πρωτοφανή βιαιότητα, με εικόνες που φαντάζουν σχεδόν προφητικές εάν θυμηθούμε την πρόσφατη εξαιρετικά βάναυση καταστολή στη Γαλλία των μεγάλων οικολογικών κινητοποιήσεων ενάντια στις «μεγαδεξαμενές» για τη συγκέντρωση νερού.
Η ανανέωση της λογοτεχνικής γραφής
Ο Νταμαζιό χρησιμοποιεί μια εξαιρετικά καινοτόμο γραφή, πολυπρισματική στις εναλλαγές αφηγητών, με διαφορετικό όχι μόνο ύφος σε κάθε αφηγητή αλλά και γλωσσικό πειραματισμό που φτάνει μέχρι του σημείου των διαφορετικών τυπογραφικών αποτυπώσεων. Τόσο η γραφή και η περιγραφή της ίδιας της υβριδικής κατάστασης των Αθέατων, με ιδιαίτερη έμφαση στο πώς χειρίζονται τον ήχο, όσο και ο τρόπος που περιγράφει τα κινήματα αντίστασης, που μετασχηματίζονται σε μια πραγματική εξέγερση, είναι στοιχεία που παραπέμπουν ακριβώς σε ντελεζιανούς τόπους αλλά και στην επιμονή ότι υπάρχει η δυνατότητα κινημάτων κοινωνικής χειραφέτησης ακόμη και μέσα στη γενικευμένη επιτήρηση των ψηφιακών κοινωνιών ελέγχου. Αυτό είναι ίσως το μεγάλο επίτευγμα του Νταμαζιό: να κατορθώνει ταυτόχρονα να ανανεώνει τη λογοτεχνική γραφή, ανοίγοντας πραγματικά νέους δρόμους, και την ίδια στιγμή να γράφει ένα μυθιστόρημα που αποτελεί και πολιτική παρέμβαση.
Υβριδικοί μετασχηματισμοί
Ο τρόπος που οι Αθέατοι από μια απλή μεταλλαγμένη «απειλή», βγαλμένη από τις παραδόσεις της επιστημονικής φαντασίας, σταδιακά παρουσιάζονται ως ακριβώς η συγκεφαλαίωση της ίδιας της δυνητικότητας που εγγράφει η έννοια της ζωής δεν θυμίζει μόνο μοτίβα των Ντελέζ και Γκουαταρί από τα Χίλια Πλατώματα, αλλά παραπέμπει και σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα θεώρηση της ζωής ως ενός διαρκούς μετασχηματιστικού γίγνεσθαι, μια διαρκή παραγωγή νέων δυνατοτήτων.