Μέχρι και πριν από λίγο καιρό οι πιο πολλοί άνθρωποι πίστευαν ότι έπρεπε να επιλέξουμε μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της επίτευξης των κλιματικών μας στόχων. Οτι η ενεργειακή μετάβαση, σε αιολικά, φωτοβολταϊκά με ενδιάμεσο σταθμό το φυσικό αέριο, είναι πανάκριβη και ότι η διατήρηση του λιγνίτη είναι συμφέρουσα. Πλέον η τάση αυτή έχει αλλάξει. Οχι γιατί η μετάβαση έγινε φτηνή. Αλλά γιατί μέσω των επενδύσεων που θα γίνουν θα οδηγηθούμε σε χαμηλότερο κόστος ενέργειας, κάνοντας τη συμφέρουσα. Οποιος πλέον ακούει «κλίμα», καλό είναι να σκέφτεται «δουλειές». Δουλειές δισεκατομμυρίων. Από επενδύσεις στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας μέχρι δίκτυα ηλεκτρισμού και υδρογόνου, ενεργειακές αναβαθμίσεις κατοικιών και πράσινα μεταφορικά μέσα.
Οδικό χάρτη γι’ αυτή τη μεγάλη αλλαγή στην Ελλάδα αποτελεί ένα κείμενο που έχει δοθεί προς δημόσια διαβούλευση, το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Αυτό το κείμενο που σέρνεται εδώ και μήνες θα υποβληθεί, με τις όποιες προσαρμογές γίνουν, το επόμενο διάστημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα δεσμεύει τη χώρα για τα πολλά επόμενα χρόνια. Αρα το τι θα προβλέπει, το κάνει εξαιρετικά σημαντικό για το μέλλον της χώρας. Και σίγουρα δεν μπορεί να γίνει στα κρυφά. Οταν για παράδειγμα προβλέπει τον υπερδιπλασιασμό ως το τέλος της δεκαετίας των χερσαίων αιολικών και φωτοβολταϊκών που θα κατασκευαστούν στη χώρα, πρέπει να το πούμε στους πολίτες. Αλλιώς θα το βρούμε μπροστά μας. Ηδη η μειοψηφία που «φωνάζει» και ανακαλύπτει την πηγή του «κακού» για αυτή τη χώρα πίσω από κάθε ανεμογεννήτρια που πάει να δημιουργηθεί, έχει δημιουργήσει κλίμα. Οταν οι πολλοί καταλάβουν το όφελος, τότε οι σημερινοί «φωνασκούντες» θα σιωπήσουν, όπως έγινε και με τα εμβόλια.
Το μήνυμα επίσης πρέπει να είναι σαφές, ότι τα αστεία με το κλίμα και τη ζημιά που προκαλούν οι παλιές μορφές ενέργειας, πρέπει να τελειώσουν. Η χώρα πρέπει να προχωρήσει. Οπως υπογραμμίζεται στο νέο ΕΣΕΚ, εκτός από τη μείωση της τιμής ρεύματος, η προέλαση των ΑΠΕ θα θωρακίσει τη χώρα από κρίσεις των τιμών ενέργειας που οφείλονταν σε διεθνείς γεωπολιτικούς παράγοντες, όπως η πρόσφατη εκτίναξη του κόστους του αερίου. Ωστόσο, για να πάρουν σάρκα και οστά τα πλεονεκτήματα αυτά απαιτούνται σημαντικοί πόροι και υψηλή συνεισφορά του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, αλλά και των νοικοκυριών. Για να γίνει αντιληπτό το διακύβευμα, μόνο τα χρήματα που θα κινητοποιηθούν για ανακαίνιση κατοικιών, την αγορά νέων ενεργειακών συσκευών (π.χ. αντλιών θερμότητας για θέρμανση), καθώς και για νέα μεταφορικά μέσα (ηλεκτρικά ΙΧ), θα ξεπεράσουν μέχρι το 2030 τα 76 δισεκατομμύρια ευρώ. Αλλα 89 δισεκατομμύρια ευρώ θα επενδυθούν σε δίκτυα και παραγωγή ηλεκτρισμού και υδρογόνου. Συνολικά θα πέσουν στην οικονομία πάνω από 165 δισεκατομμύρια ευρώ. Περίπου δηλαδή το δυο τρίτα του σημερινού ΑΕΠ.
Είναι σαφές ότι η οικοδόμηση μιας οικονομίας καθαρής ενέργειας στον 21ο αιώνα αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης. Για να εκμεταλλευτούμε αυτή την ευκαιρία, χρειάζεται μια πρακτική επενδυτική στρατηγική, που θα προωθεί την καινοτομία, θα μειώνει το κόστος και θα δημιουργεί καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Δύσκολο να τα πετύχουμε όλα. Δεν σημαίνει ωστόσο ότι δεν πρέπει να επιχειρήσουμε τη μετάβαση, καθώς στο τέλος ωφελημένος, απολαμβάνοντας φτηνότερη ενέργεια και καλύτερες δουλειές, θα είναι ο μέσος Ελληνας και κυρίως η συντριπτική του πλειοψηφία, αυτού που αποκαλούμε μεσαία τάξη…