Το να μιλάς «για τα ζώα» έχει ως άμεσο αποτέλεσμα να βλέπεις τη ματιά του συνομιλητή σου να γλασάρει: «Ωχ, άλλη μια ευαίσθητη ψυχή…». Το να το γράφεις γεννά σχόλια τύπου «αμάν, έχουμε αληθινά προβλήματα!». Θέλω να πω, δεν είναι αβανταδόρικο θέμα. Παρ’ όλα αυτά, θα το κάνω.
Στις 4 Αυγούστου οι διακοπές δυο ιταλών τουριστών στη Σαπιέντζα έγιναν, στην κυριολεξία, αξέχαστες: τα δυο τους σκυλιά που είχαν πάρει μαζί τους στην παραλία δηλητηριάστηκαν από φόλες και πέθαναν με αργούς, απερίγραπτα φρικτούς πόνους.
Το περιστατικό δεν θα είχε καμία δημοσιογραφική σημασία στη χώρα μας αφού είναι κάτι απολύτως συνηθισμένο, αλλά έγινε γνωστό γιατί η Ιταλίδα που πενθεί τα σκυλιά της (και, εννοείται, δεν σκοπεύει να ξαναεπισκεφτεί τη χώρα) το κοινοποίησε όσο πιο πλατιά μπόρεσε, ως προειδοποίηση: στην Ελλάδα δηλητηριάζουν τα ζώα.
Μετά τη Σαπιέντζα (όπου τις φόλες έβαλαν, λένε, λαθροθήρες αγριοκάτσικων για να εξαφανίσουν κάθε ζώο που θα μπορούσε να πλήξει το κυνήγι τους) ακολούθησαν πολλές τέτοιες «ταξιδιωτικές οδηγίες» από ξένα σωματεία κι οι φωνές ενώθηκαν: στη Λήμνο, στη Λάρισα, στην Ξάνθη, στην Αρκαδία, στις Αλυκές Πιερίας, στην Εύβοια, στο Ναύπλιο, από τη μια άκρη της Ελλάδας στην άλλη, η προειδοποίηση ίδια. Εδώ σκοτώνουν τα ζώα.
«Εμαθα λοιπόν», γράφει σε ανάρτησή της η εθελόντρια Αννα Μπιτσάνη, «πως εδώ στο Κορωπί, όπως και στην επαρχία, σε νησιά, σε πόλεις, σε χωριά, οι φόλες πέφτουν τις μεγάλες γιορτές, Δεκαπενταύγουστο και Χριστούγεννα: είναι παράδοση, είναι η φασίνα. Καθαρίζουν τα σπίτια οι νοικοκυρές, καθαρίζουν και τον τόπο τους». Φόλες για όλα τα ζώα (σκυλιά, γάτες, αλεπούδες, πουλιά), φόλες με ποντικοφάρμακα και φυτοφάρμακα, σπασμένα γυαλιά, στρυχνίνη· φόλες για δεσποζόμενα και αδέσποτα, για ζώα ημεδαπών, αλλοδαπών, τουριστών. «Μια χρόνια πρακτική που παίρνει μεγαλύτερη έκταση σε περιόδους γιορτών ή διακοπών» γράφει η Δήμητρα Γκρους («Athens Voice», 17/8).
«Και φημολογείται ότι συμμετέχουν άνθρωποι από τους δήμους. Βεβαιωμένο ότι κάποιοι είπαν “θα κάνουμε φασίνα”». Σκοπός, να καθαρίσει ο τόπος τώρα που έρχονται οι ξένοι – οι καλοί ξένοι: όχι εκείνοι που κάνουν φασαρίες για τα βαρελόσκυλα και τα παστουρωμένα ή υπερφορτωμένα ιπποειδή και σχολιάζουν τις επιγραφές στους κάδους απορριμμάτων των προνοητικών δήμων, όπως της Θάσου, που παρακαλούν τους δημότες τους «Οχι ζωντανά ζωάκια εδώ».
Ναι, πρέπει να παρουσιάζουμε μια καλή εικόνα για να έρχονται οι τουρίστες, αλλά πρέπει κι οι τουρίστες να μη μας βλάπτουν με τέτοιου είδους «ευαισθησίες» – κι ούτε κι εμείς, μου λένε συχνά, να βλάπτουμε τον τουρισμό μας γράφοντας τέτοια. Τι δεν καταλαβαίνουμε; Η φόλα είναι ο τρόπος μας για τα αδέσποτα, τα μη-στειρωμένα, τα άρρωστα, και στην τελική υπάρχουν οι εθελοντές: είναι κάπως άγριοι (γιατί ούτε φανταζόμαστε ούτε θέλουμε να φανταστούμε τι βλέπουν καθημερινά), αλλά τρέχουν πάνω-κάτω και στειρώνουν, μεταφέρουν από τις φωτιές, περιθάλπουν, κάνουν τελοσπάντων τα δικά τους.
Ο θάνατος από φόλα είναι κάτι που δεν περιγράφεται: όσοι το έχουμε παρακολουθήσει, άφωνοι κι ανήμποροι (γιατί ακόμα κι αν υπάρξει πρόσβαση σε γιατρό και φάρμακα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να σωθεί το ζώο), δεν το ξεχνάμε. Ομως η περιγραφή μιας φρίκης δεν βοηθά, κι ούτε ο προβληματισμός για τις ευαισθησίες του καθενός. Το ότι «τα ζώα είναι βρομιά» αποτελεί άποψη τόσο βαθιά ριζωμένη στη χώρα μας που θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να αλλάξει. Αλλά δεν έχει πια σημασία: δεν έχει νόημα να μας απασχολεί αν πολλοί συμπατριώτες μας θεωρούν πως το καλύτερο ζώο είναι το ανύπαρκτο ζώο· έχει νόημα να μας απασχολεί αν οι συμπατριώτες μας αυτοί ξέρουν πως το πρόστιμο για δηλητηρίαση είναι 30.000 ευρώ συν φυλάκιση και πως (εδώ ήχος ταμπούρλων) ο νόμος εφαρμόζεται.
Πλησιάζουν αυτοδιοικητικές εκλογές. Ολα αυτά τα βαρετά ποιος τα ακούει; Αυτοί που θέλουν την ψήφο μας. Εχει νόημα λοιπόν να αποφασίσουμε και να ξεκαθαρίσουμε ότι το πού θα τη δώσουμε εξαρτάται από το ποιος θα μας απαλλάξει απ’ αυτήν την καθημερινή φρίκη· από το ποιος θα προστατεύσει τα έμβια όντα που κάποιοι αγαπάμε ως προέκταση της ανθρώπινης ύπαρξής μας. Ηρθε δηλαδή η ώρα οι «ευαίσθητες ψυχές» να γίνουν ψηφοφόροι.