Ενα από τα προβλήματα της δημοσιογραφίας ή καλύτερα των δημοσιογράφων, γιατί το ίδιο το επάγγελμα δεν φταίει σε τίποτα, είναι η τάση τους πολλές φορές να θεωρούν ότι κάτι που λένε ή γράφουν είναι γνωστό τοις πάσι, απλώς και μόνο επειδή οι ίδιοι το ξέρουν πολύ καλά. Προσωπικά έχω πιάσει πολλές φορές τον εαυτό μου να αναφέρεται σε ειδικά θέματα περί κινηματογράφου χωρίς να μπαίνει (όπως θα έπρεπε) στη θέση του αναγνώστη, ο οποίος μπορεί μεν να ενδιαφέρεται για το αντικείμενο, αλλά κάποια απ’ αυτά που διαβάζει δεν είναι απαραίτητο να τα γνωρίζει. Και του παρουσιάζονται σαν να όφειλε να τα γνωρίζει.
Επίσης, όλως παραδόξως, δεν σκέφτηκα ποτέ τι μπορεί να σημαίνει «κινηματογράφος» για τους άλλους. Θεωρώντας δεδομένο ότι για μένα ο κινηματογράφος είναι ίσως η μορφή ψυχαγωγίας που μου ταιριάζει περισσότερο, κάπως έτσι τον αντιμετώπιζα και στην επαγγελματική σχέση μου μαζί του. Μέχρι που προσφάτως έζησα μια παράξενη κατάσταση μέσω της σελίδας μου στο κοινωνικό δίκτυο Facebook, όπου τώρα τελευταία αναρτώ απλές κινηματογραφικές ερωτήσεις απευθυνόμενος στους φίλους και στις φίλες που με ακολουθούν και περιμένοντας με ενδιαφέρον τις απαντήσεις τους.
Αφήνω κατά μέρος τη θετική ανταπόκριση που έχουν αυτά τα ερωτήματα, θέμα από μόνο του, όχι για κανέναν άλλο λόγο παρά για το ότι αν μη τι άλλο δείχνει την ανάγκη του κόσμου για επικοινωνία με θέματα που ξεφεύγουν από τα τετριμμένα της ανιαρής καθημερινότητας. Στέκομαι στην ίδια την περίπτωση μιας από τις ερωτήσεις που έθεσα, που ήταν ό,τι πιο απλό μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νους: «Γιατί μου αρέσει ο κινηματογράφος;». Μερικές από τις απαντήσεις που πήρα ήταν τόσο ασυνήθιστες και πρωτότυπες που κυριολεκτικά με ξάφνιασαν, με έπιασαν στον ύπνο, γιατί είδα, τελικά, ότι εγώ που τόσο «μέσα» στο σινεμά είμαι, δεν έχω ιδέα για το πώς σκέφτονται οι άλλοι. Και θα έπρεπε. Καταθέτω παρακάτω μερικά παραδείγματα.
«Αν ήμουν ναυτικός, ο κινηματογράφος θα ήταν η πυξίδα μου» μου έγραψε η φίλη Νικολίνα, δείχνοντας πόσο σοβαρά αντιμετωπίζει το μέσο γιατί ουσιαστικά αναφέρεται σε μια στάση ζωής. Το ταξίδι που με μικρό αντίτιμο το σινεμά προσφέρει σε αληθινούς και μη τόπους είναι αυτό που ελκύει μια άλλη φίλη και το γεγονός ότι μαθαίνει κανείς κοινωνικές συμπεριφορές, τρόπους ζωής και συνήθειες άλλων λαών είναι το στοιχείο στο οποίο δίνει προτεραιότητα ο Γιάννης, ένας συμμαθητής μου από το Γυμνάσιο.
Μάλιστα, ο τελευταίος δηλώνει ότι κάποια εποχή που δεν υπήρχαν άλλες πηγές για να μάθουμε τον τρόπο ζωής στην πρώην Σοβιετική Ενωση έβλεπε ταινίες για να καταλάβει πώς ζούσαν, πώς ερωτεύονταν, πώς εργάζονταν και πώς διέθεταν τον ελεύθερο χρόνο τους οι κάτοικοι αυτής της αχανούς χώρας. Ο Δημήτρης αναφέρθηκε σε «μια σύγχρονη, πλήρη μορφή τέχνης με την αφήγηση της λογοτεχνίας, την εικαστική έκφραση της εικόνας, τη μουσική έκφραση, την παραστατική τέχνη – όλα σε ένα πακέτο μαγείας που εκφράζει την ανθρώπινη φύση ρεαλιστικά, αλλά ταυτόχρονα και σε μια σφαίρα πέραν του πραγματικού».
Κάποιοι, ανάμεσα στους οποίους ο φίλος σκηνοθέτης Χρήστος Δήμας, επισήμαναν το ενδιαφέρον στις «ζωές των άλλων», ενώ βρήκα πολύ όμορφες τις απαντήσεις για την ανάταση του εσωτερικού κόσμου δυο αλλων φίλων γυναικών, της Ισμήνης και της Magda: «Είναι μαγικό ό,τι σκεφτείς να το δεις να ζωντανεύει και “καθαρτικό” να το μοιράζεσαι με άλλους» έγραψε η πρώτη και «πάντα μου δείχνει πράγματα που είναι μέσα μου» η δεύτερη.
Ηεμπειρία και μόνο της ανάγνωσης όλων αυτών των σχολίων και πολλών ακόμα που θα ήταν αδύνατον να συμπεριλάβω μέσα στον περιορισμένο χώρο του ανά χείρας κειμένου μού έδωσε να καταλάβω, πρώτον, ότι πάρα πολύς κόσμος δεν παίρνει καθόλου αψήφιστα (όπως πολλοί νομίζουν) τον κινηματογράφο και, δεύτερον, ότι ο κινηματογράφος εξακολουθεί να βρίσκεται στις προτεραιότητες πολλών ανθρώπων. Και ειδικά στην ταραγμένη εποχή μας, είναι πολύ όμορφο αλλά και πολύ ενθαρρυντικό που συμβαίνει αυτό, να «διαχέεσαι στο σύμπαν του κινηματογράφου», όπως επισήμανε η φίλη σκηνοθέτρια Ιρις Ελένη Ζαχμανίδη, ή «να μπαίνεις στο αυτόνομο σύμπαν ενός δημιουργού» όπως το τοποθέτησε μια άλλη φίλη, η Κυριακή. Κι άφησα για το τέλος μια εξίσου εύστοχη ατάκα από μια… μη φίλη που τα είπε όλα σε τέσσερις λέξεις: «Το σινεμά είμαι εγώ».