Ζητούμενο αποτελεί για τις ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις η ενσωμάτωση της βιωσιμότητας στη στρατηγική και στη λειτουργία τους. Ωστόσο, μια σειρά εμποδίων με σημαντικότερο το κόστος των επενδύσεων στην κατεύθυνση αυτή καθυστερεί την ενσωμάτωση κυρίως για τις μικρές επιχειρήσεις. Η πρωτογενής έρευνα της Deloitte και της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Τουρισμού (ΙΝΣΕΤΕ) καταγράφει, για πρώτη φορά στο σύνολο της αλυσίδας αξίας του κλάδου, την ανάγκη για άμεση ενίσχυση και επιτάχυνση των δράσεων και πρωτοβουλιών βιωσιμότητας στις ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα και δείχνει ότι όλο και περισσότερες είναι εκείνες οι επιχειρήσεις του κλάδου που ενσωματώνουν βιώσιμες πρακτικές.
Η έκθεση με θέμα «Sustainability in the Greek tourism market – Paving the way for sustainable tourism growth» βασίστηκε σε πρωτογενή έρευνα που έτρεξε την περίοδο Ιανουαρίου – Απριλίου 2023, ενώ συμμετείχαν σε αυτή 204 τουριστικές επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται στο σύνολο της αλυσίδας αξίας του τουρισμού.
Τα εμπόδια
Τα ευρήματα της έρευνας καταγράφουν τις τρέχουσες αντιλήψεις, τις δράσεις που έχουν δρομολογηθεί και εντοπίζουν τις ευκαιρίες που διαφαίνονται για τις ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις, καθώς και τις απειλές και τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν.
Η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων επιχειρήσεων δήλωσε ότι εφαρμόζει ήδη ή προτίθεται να υιοθετήσει άμεσα τουλάχιστον ένα μέτρο περιβαλλοντικής (80%) και κοινωνικοοικονομικής (77%) βιωσιμότητας. Είναι χαρακτηριστικό πως μόλις το 7% των επιχειρήσεων που πήραν μέρος δεν έχει λάβει ή δεν προτίθεται να υιοθετήσει μέτρα και δράσεις περιβαλλοντικής και κοινωνικής υπευθυνότητας. Μάλιστα οι τομείς στους οποίους εστιάζουν οι επιχειρήσεις του κλάδου τις βιώσιμες πρακτικές τους είναι, μεταξύ άλλων, η διαχείριση της ενέργειας (91%), των απορριμμάτων (61%) και των υδάτινων πόρων (60%). Παράλληλα, δίνουν έμφαση τόσο στον κοινωνικό αντίκτυπο όσο και στο αποτύπωμά τους χρησιμοποιώντας τοπικά προϊόντα και υλικά (75%), προσφέροντας θέσεις εργασίας στους κατοίκους των περιοχών δραστηριοποίησής τους (61%) και ενισχύοντας την τοπική επιχειρηματικότητα (60%).
Ωστόσο αν και γίνονται βήματα, μια σειρά από ευρήματα στην έρευνα που καταδεικνύουν πως η βιωσιμότητα και οι αντίστοιχες πρακτικές δεν βρίσκονται ακόμα στο επίκεντρο της στρατηγικής και λειτουργίας των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων, αλλά αποτελούν περισσότερο μια παράπλευρη πρωτοβουλία όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η έκθεση. Είναι ενδεικτικό πως περισσότεροι από επτά στους δέκα συμμετέχοντες στην έρευνα δεν έχει θέσει ακόμα στόχο μείωσης των εκπομπών άνθρακα για το 2030, ενώ μόλις το λίγο περισσότερο από το 1/3 βρίσκεται στη διαδικασία ορισμού κάποιου σχετικού στόχου. Επίσης οι ο μισές επιχειρήσεις δεν συμμετέχουν σε στρατηγικές συνεργασίες για την προώθηση της βιωσιμότητας και το 78% δεν έχει υιοθετήσει πρακτικές, εργαλεία και πρότυπα αναφοράς βιωσιμότητας.
Ο περιορισμός
Παράλληλα υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, με ετήσια έσοδα κάτω των 10 εκατ. ευρώ και των μεγαλύτερων αναφορικά με τα θέματα αυτά. Συγκεκριμένα οι τουριστικές επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους δυσκολεύονται σημαντικά να αναλάβουν δράσεις που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης ενημέρωσης και γνώσης, αλλά και χρηματικών και ανθρώπινων πόρων. Ετσι ο βασικός περιορισμός που αναγνωρίζουν οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις αναφορικά με την υλοποίηση περισσότερων επενδύσεων και δράσεων βιωσιμότητας είναι το υψηλό κόστος σε ποσοστό 62%, ενώ το 28% αναφέρει ότι δεν βρίσκει επαρκείς βιώσιμες λύσεις, το 20% ότι δεν μπορεί να τεκμηριώσει την απόδοση των σχετικών επενδύσεων και το 19% πως δεν γνωρίζει τί είδους βιώσιμες πρακτικές και επενδύσεις θα πρέπει να υλοποιήσει . Ωστόσο κοινά αποδεκτό είναι ότι η παροχή περισσότερων φορολογικών και χρηματικών κινήτρων είναι αυτό που η πολιτεία θα πρέπει να κάνει για να ενισχύσει τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων στον κλάδο αυτό.