Ας το αρχίσω όπως αρχίζαμε, στο Δημοτικό, τις εκθέσεις. «Οπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος»… η Ελλάδα καίγεται. Κι εγώ αναρωτιέμαι από πότε οι φωτιές άρχισαν να είναι βασικό και κύριο θέμα της θερινής ειδησεογραφίας.

Ειλικρινά, δεν θυμάμαι. Προφανώς, ανέκαθεν είχαμε πυρκαγιές το καλοκαίρι αλλά, από τα νεανικά μου χρόνια, δεν θυμάμαι να είναι τόσο μεγάλης έκτασης. Ισως διότι, ευτυχώς, δεν υπήρχε προσωπική ή οικογενειακή εμπειρία. Μόνο ένα πεύκο που είχε καεί στο σπίτι μίας θείας – στην Κηφισιά το 1981 – όταν οι φλόγες έφτασαν μέχρι τον κήπο της. Από την άλλη, αναρωτιέμαι μήπως παλαιότερα, όταν οι πηγές της πληροφόρησης δεν ήταν τόσο πολλές όπως σήμερα, απλώς δεν παίρναμε χαμπάρι τι γινόταν αν η φωτιά δεν έκαιγε τη «γειτονιά» μας. Δεν το πολυπιστεύω.

Θυμάμαι όμως πότε αρχίσαμε να βλέπουμε πυρκαγιές σε ζωντανή και με συνεχή ροή τηλεοπτική μετάδοση. Ηταν με τις φωτιές στην Ηλεία το 2007. Με τους περισσότερους από 60 νεκρούς. Με τα συνεχή ρεπορτάζ και τα πλάνα από τους «κρανίου τόπους». Και έχει επιβιώσει από τότε στη μνήμη μου μια εικόνα. Το εσωτερικό ενός σπιτιού που έστεκαν ακόμη τα καπνισμένα ντουβάρια του αλλά στο εσωτερικό του δεν είχε απομείνει τίποτα. Κάτι σωροί μόνο αλλού πιο μεγάλοι, αλλού πιο μικροί, υποθέτω ανάλογα με το τι υπήρχε εκεί πριν. Τότε ήταν που έμαθα τι σημαίνει εξαέρωση λόγω τεράστιων θερμοκρασιών και είδα τι σημαίνει από την ιστορία μιας ζωής να μη μένει τίποτα. Τίποτα.

Ενδεκα χρόνια μετά, στην πυρκαγιά στο Μάτι, άκουσα και κατάλαβα και το να μη μένει τίποτα από την ίδια τη ζωή. Πώς ένας άνθρωπος γίνεται ένα τόσο δα «κουτσουράκι», ένα μαύρο απομεινάρι που δεν μπορούν να το αναγνωρίσουν ούτε οι δικοί του. Και είδα μια κυβέρνηση που ακόμη και αν δεν προκάλεσε την τραγωδία, τη χειρίστηκε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, με απουσία ίχνους αυτοκριτικής και με τον Καμμένο να μαλώνει τους πυρόκλητους.

Εδώ και 16 χρόνια λοιπόν, άλλοτε σε μικρότερη άλλοτε σε μεγαλύτερη έκταση, βλέπουμε πλάνα με φωτιές στην τηλεόραση. Ζωντανές μεταδόσεις, έντρομους ρεπόρτερ με τη φωνή τους να τσακίζει από την προσπάθεια και την κάπνα, αυτόπτες μάρτυρες να περιγράφουν με πανικό τι είδαν και τι άκουσαν, εξουθενωμένους πυροσβέστες, απεγνωσμένους κατοίκους και εικασίες για την αιτία ή την πορεία της φωτιάς. Και ακολουθεί φωτογραφικό event στα social media με ανθρώπους που προσπαθούν, μέσα στην πύρινη λαίλαπα, να σώσουν τα ζώα τους, που κοιτούν με απελπισία το κατεστραμμένο βιος τους, που κλαίνε, που σπαράζουν. Και να πω ότι αυτό το τελευταίο το καταλαβαίνω, το αναγνωρίζω ανάμεσα σε πολλές λάθος αντιλήψεις της εποχής μας. Αφού «υπάρχεις» όσο υπάρχουν οι αναρτήσεις σου, πώς θα δείξεις τη συμμετοχή σου, αυτό που στα σύγχρονα τη λέμε ενσυναίσθηση;

Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι το σε τι εξυπηρετεί μια συνεχής τηλεοπτική αναμετάδοση από τα μέτωπα της φωτιάς. Πόσες φορές θα συνδεθούμε με τον κατακαημένο ρεπόρτερ για να πει και να ξαναπεί τα ίδια πράγματα ή κάποια άλλα ελάσσονος σημασίας; Και πόσες φορές θα επαναλάβει τις ίδιες αμήχανες φράσεις ο ταλαίπωρος παρουσιαστής που έχει ξεμείνει αυγουστιάτικα στο κανάλι; Από προχθές, πολλοί διαμαρτυρήθηκαν ότι η τηλεοπτική αναμετάδοση των πυρκαγιών ήταν ανεπαρκής και ότι τα κανάλια κωφεύουν και ντροπή και άλλα τέτοια. Απορώ διότι ανάμεσά τους ήταν και συνάδελφοι. Μα δεν ξέρουν ότι η ειδησεογραφία δεν είναι μπάσκετ; Δεν ισχύει δηλαδή το ροκάνισμα του χρόνου. Και μια είδηση, όσο σημαντική και να είναι, όταν την ξεχειλώνεις, την ευτελίζεις.

«Πολιτοφύλακες»

Διότι αν την παραξεχειλώσεις την είδηση θα την παραφουσκώσεις κιόλας. Και ναι μεν ο παρουσιαστής την παρουσιάζει ως ανεπιβεβαίωτο ψίθυρο, ο αρπαγμένος όμως την εκλαμβάνει ως ισχύουσα κραυγή. Και φτάνει στο να μαντρώνει μετανάστες σε κλούβες φορτηγών. Αναφέρομαι στον «πολιτοφύλακα» του Εβρου και τους χειροκροτητές του. Εδώ πρέπει να δείξει η κυβέρνηση τα αντανακλαστικά της. Στα «καμένα εδάφη», μεταφορικά και κυριολεκτικά, μπορούν να ξεφυτρώσουν κάθε είδους εκτοπλάσματα. Το έχουμε ξαναδεί.