Ξεκαθαρίζουμε από την αρχή ότι ο «Οπενχάιμερ» (Oppenheimer, ΗΠΑ / Αγγλία, 2023) που ανοίγει από σήμερα σε μεγάλο κύκλωμα αιθουσών της Ελλάδας, δεν είναι απλώς μία από τις ταινίες της χρονιάς αλλά μία από τις σημαντικότερες ταινίες πάνω στη σύγχρονη ιστορία της Αμερικής του 20ού αιώνα που έχουν γυριστεί τα τελευταία – τουλάχιστον – 50 χρόνια. Και δεν είναι ένα ακόμα βιογραφικό δράμα πάνω στον επιστήμονα του τίτλου, τον Τζ. Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, που υποδύεται ένας αποκαλυπτικός Κίλιαν Μέρφι· αυτό θα ήταν κάτι πολύ εύκολο για έναν σκηνοθέτη όπως ο Κρίστοφερ Νόλαν, ο οποίος ενδιαφέρεται για την ουσία στο εσωτερικό των πραγμάτων και όχι να λουστράρει όσο το δυνατόν καλύτερα τη βιτρίνα της επιφάνειας. Ο «Οπενχάιμερ» είναι μια ταινία που ανιχνεύει μια ευρεία γκάμα θεμάτων, από το μεγαλείο της επιστήμης και την έννοια του πατριωτισμού μέχρι την ηθική εξαθλίωση στην οποία μπορούν να σε οδηγήσουν οι ενοχές για μια απόφαση ζωής και θανάτου, όπως και την προδοσία.
Και όλα αυτά με βαρόμετρο τον ίδιο τον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, έναν προφήτη του μέλλοντος που συγχρόνως αποδείχθηκε ένας Δον Κιχώτης της ίδιας της επιστήμης του, ένας τρανός επιστήμονας ο οποίος μόλις ολοκλήρωσε το έργο του βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου για λόγους που ελάχιστη σχέση είχαν με την ίδια την ανακάλυψή του. Τι και ποιος ήταν τελικά ο Τζούλιους Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, αυτός ο ιδιοφυής «πατέρας» της ατομικής βόμβας, δηλαδή το μυαλό που κατασκεύασε ένα όπλο που από τη μια σκότωσε εκατοντάδες χιλιάδες αθώους ανθρώπους ταυτόχρονα στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι, ώστε να επέλθει το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και από την άλλη υπήρξε ο δημιουργός ενός κυριολεκτικά επίγειου εφιάλτη που δεν έχει σταματήσει να προκαλεί τρόμο σε όλη την υφήλιο ακόμα και στις μέρες μας;
Για να δώσει τη δική του απάντηση, τη δική του άποψη πάνω στο ερώτημα, ο Νόλαν, όπως εξάλλου συνηθίζει να κάνει, δημιουργεί ένα παράξενο ταξίδι στον χρόνο, ανακατεύοντας με έναν γοητευτικά δαιδαλώδη τρόπο έγχρωμο και ασπρόμαυρο φιλμ, εποχές, πρόσωπα της επιστήμης, της πολιτικής και της δικαιοσύνης. Η ίδια η κατασκευή της ατομικής βόμβας υπό την επίβλεψη του κυνικού πλην αποτελεσματικού στρατηγού Λέσλι Γκρόουβς (Ματ Ντέιμον) σε ένα είδος στρατοπέδου πειραμάτων που δημιουργήθηκε στο Λος Αλαμος αποτελεί το ένα από τα δύο σκέλη τού τρίωρου αυτού αντιηρωικού έπους. Το άλλο σκέλος διαχειρίζεται την προσπάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης να «βγάλει από τη μέση» τον Οπενχάιμερ κατηγορώντας τον για επαφές του με τους κομμουνιστές, αφού αμέσως μετά τον πόλεμο η πάταξη του κομμουνισμού επέφερε το εφιαλτικό «κυνήγι μαγισσών» στις ΗΠΑ με αποκορύφωμα την επιτροπή του γερουσιαστή Τζόζεφ ΜακΚάρθι (η σύζυγος του Οπενχάιμερ, Κίτι, που υποδύεται με την πρέπουσα αυστηρότητα η Εμιλι Μπλαντ, όπως και ο αδελφός του ήταν δηλωμένοι και αμετανόητοι κομμουνιστές). Οπότε ο πατριώτης Οπενχάιμερ, ο οποίος μετά την επιτυχία τού ολέθρου στην Ιαπωνία ένιωθε ότι τα χέρια του, τα χέρια που κατασκεύασαν την ατομική βόμβα, ήταν λερωμένα με αίμα, θα μετατραπεί σε εχθρό του λαού, προδομένος από τους υποτιθέμενους φίλους του. Στο πώς το σχέδιο της κατασκευής ενός ήρωα μπορεί να φτιαχτεί παράλληλα με το σχέδιο της ίδιας της καταστροφής του – και τα δύο στον βωμό του γενικότερου «καλού» της πατρίδας – βρίσκονται η σάρκα, τα οστά, η ψυχή, το μεδούλι αυτής της μεγαλοπρεπώς φτιαγμένης ταινίας, που συγχρόνως σε αποσβολώνει με την τεχνική αρτιότητά της σε όλα: από τη φωτογραφία του Χόιτ βαν Χόιτεμα μέχρι τις νότες της μουσικής του Λούντβιχ Γιόρανσον που σε στοιχειώνουν, από το αποτελεσματικό μοντάζ της Τζένιφερ Λεμ μέχρι την προσεκτική δουλειά που έχει γίνει στον ήχο, νευραλγικό στοιχείο ζωτικής σημασίας σε όλες άλλωστε τις ταινίες του Κρίστοφερ Νόλαν.
Με τα διαρκώς γουρλωμένα, γαλάζια μάτια του και διατηρώντας τη φωνή του στον ίδιο ακριβώς τόνο ανεξαρτήτως κατάστασης γύρω του, ο Κίλιαν Μέρφι πετυχαίνει στην εντέλεια έκφραση που δηλώνει ταυτόχρονα απορία, περιέργεια, τρόμο αλλά και τη σιγουριά (ίσως και την υπεροψία) του ειδικού επιστήμονα. Οπως το περιμένεις, ο Μέρφι είναι η κυρίαρχη φιγούρα της ταινίας, ο παλμός της καρδιάς της και κατά κάποιο τρόπο – όπως εμείς – ο θεατής όλων αυτών που συμβαίνουν γύρω του. Προφανώς ο Νόλαν τον εμπιστεύτηκε πλήρως επιλέγοντάς τον για τον ρόλο κι εκείνος τον δικαίωσε με τον καλύτερο τρόπο, κάτι που θα έλεγες και για τον δεύτερο βασικό χαρακτήρα της ιστορίας, τον πολιτικό Ρόμπερτ Στράους (Ρόμπερτ Ντάουνι τζούνιορ), τον πρόεδρο της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας που περιφρονούσε τον Οπενχάιμερ για πολλούς λόγους, συμπεριλαμβανομένης της απόφασής του να αποστασιοποιηθεί από τις εβραϊκές του ρίζες. Ο Στράους προσπάθησε να εκτροχιάσει την καριέρα του Οπενχάιμερ μετά το Λος Αλαμος και σύμφωνα με την ταινία έπαιξε μυστηριώδη ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων. Ομως, πάνω από όλα και πέρα από καθετί, αυτή η συγκλονιστική ταινία αξίζει διότι με απόλυτη διαύγεια επισημαίνει το πώς ένα σύστημα μπορεί να θεοποιήσει αλλά και να δαιμονοποιήσει έναν ικανό άνθρωπο, ο οποίος, τελικά, δεν επιδιώκει τίποτα από τα δύο.
Προβάλλονται επίσης
«Οι δύο Αλφρεντ» (Les 2 Alfred, Γαλλία, 2020), κομεντί του Μπρουνό Πονταλιντέ που φέρνει σε αντιπαράθεση τον «old school» εργασιακό κόσμο ενός απολυμένου εργαζομένου (Ντενίς Πονταλιντέ, αδελφός του σκηνοθέτη) με τον μοντέρνο high tech κόσμο του καινούργιου αφεντικού του που θα τον προσλάβει στην εταιρεία του προκειμένου να αξιοποιήσει τις ικανότητές του για να κερδίσει κόσμο από το χωριό καταγωγής του. Αυτή η διαφορετική γλώσσα με την οποία ο «δεινόσαυρος» θα πρέπει να εξοικειωθεί για να επιβιώσει, αποκρύπτοντας μάλιστα ότι έχει παιδιά διότι στην εταιρεία αυτή απαγορεύεται να εργάζονται γονείς, δημιουργεί μερικές ενδιαφέρουσες καταστάσεις, αστείες μέσα στη δυσάρεστη φύση τους, ιδίως στην αρχή της ταινίας και στην καλύτερη σκηνή της, εκείνη του interview του Πονταλιντέ από τον μελλοντικό εργοδότη του. Βεβαίως το πνεύμα της ταινίας είναι πέρα για πέρα ανθρώπινο και γι’ αυτό αντιλαμβάνεσαι από την αρχή ότι στο τέλος ο παλιός που είναι αλλιώς θα βάλει τα γυαλιά στον ωραίο νέο και ότι η ανθρώπινη καρδιά θα βγάλει νοκάουτ τα ρομπότ και τα drones.
«Demeter: Η αφύπνιση του Κακού» (Last Voyage of the Demeter, Αγγλία / ΗΠΑ / Ιταλία / Μάλτα / Γερμανία, 2023), τρόμου, του Αντρέ Οβρενταλ, που εμπνέεται από ένα κεφάλαιο του κλασικού μυθιστορήματος «Δράκουλας» του Μπραμ Στόκερ. Θεοσκότεινη, δαιδαλώδης και σε σημεία δυσνόητη, η ταινία αγωνίζεται να πλάσει τη δική της ιστορία σε σχέση με το τι συνέβη πάνω σε ένα πλοίο, το ρωσικό «Demeter», που έφτασε στον προορισμό του χωρίς πλήρωμα και επιβάτες, παρά μόνο με έναν παραμορφωμένο νεκρό και το ημερολόγιο του κυβερνήτη. Παίζουν: Ντέιβιντ Νταστμάλτσιαν, Κόρεϊ Χόκινς, Εϊλινγκ Φραντσιόζι, Λίαμ Κάνινγκχαμ.
Προβάλλεται επίσης η περιπέτεια «Σε αντίστροφη μέτρηση» (Retribution, Γαλλία / Γερμανία / Ισπανία / ΗΠΑ, 2023) του Νιμρόντ Αντάλ, αγγλόφωνο ριμέικ της ισπανικής ταινίας «Ολα πάνε καλά» (2015). Πρόκειται για θρίλερ στο οποίο παρακολουθούμε την ιστορία ενός διεφθαρμένου, υψηλόβαθμου τραπεζικού υπαλλήλου (Λίαμ Νίσον), ο οποίος για κάποιον λόγο κρατείται όμηρος μαζί με τα δύο παιδιά του μέσα στο παγιδευμένο με βόμβα αυτοκίνητό του.
Επανεκδόσεις
«Vicky Cristina Barcelona» (ΗΠΑ / Ισπανία, 2008) του Γούντι Αλεν. Οι αισθηματικές και άλλες περιπέτειες δύο αμερικανίδων τουριστριών στην Ισπανία (Ρεμπέκα Χολ, Σκάρλετ Τζοχάνσον) δίνουν την ευκαιρία στον Γούντι Αλεν να υπογράψει μία από τις πιο έξυπνες, αστείες αλλά και καλοκαιρινές ταινίες του, σαφώς μια ευχάριστη στροφή στην καριέρα του, αν υπολογίσει κανείς ότι κατά δήλωσή του ο Αλεν απεχθάνεται τον ήλιο (η ταινία είναι λουσμένη από ήλιο). Παίζοντας μια νευρική, φωνακλού Ισπανίδα στον αντίποδα των δύο τουριστριών, η Πενέλοπε Κρουθ απέσπασε το Οσκαρ β’ ρόλου, ενώ ο Χαβιέρ Μπαρδέμ που συμμετέχει ως «καμάκι» κλέβει με άνεση την παράσταση.
«Ολα πάνε καλά» (Tout va bien, Γαλλία, 1972) του Ζαν Λικ Γκοντάρ. Ο κινηματογραφικός φορμαλισμός προσπαθεί να ισορροπήσει με την κοινωνική καταγγελία, έχοντας ως πλοηγό τον ελβετό κινηματογραφικό ριζοσπάστη που εδώ σκιαγραφεί το χάσμα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις μέσα από τη σύγκρουση ενός βιομηχάνου με το εργατικό προσωπικό του. Ο Ιβ Μοντάν και η Τζέιν Φόντα υπηρετούν σαν πιόνια τον ανατρεπτικό σκηνοθέτη, αλλά η ταινία, σήμερα, δείχνει σαφώς ξεπερασμένη ως κινηματογράφος, παρότι το περιεχόμενο δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο. Φτιαγμένο κατά τη διάρκεια της πιο στρατευμένης πολιτικά περιόδου της καριέρας του σκηνοθέτη, το «Ολα πάνε καλά» δεν ανήκε ποτέ στις κορυφαίες δημιουργίες του, αλλά, όπως όλες οι ταινίες του Γκοντάρ, ούτε και αυτή περνά απαρατήρητη.
«Δυο φεγγάρια τον Αύγουστο» (Ελλάδα, 1978) του Κώστα Φέρρη που ψάχνει να βρει πάτημα ώστε το πνεύμα της νουβέλας «Λευκές νύχτες» του Φιόντορ Ντοστογέφσκι να «ενταχθεί» στο αθηναϊκό περιθώριο μιας αυγουστιάτικης Αθήνας, προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Με τους Μυρτώ Παράσχη, Σπύρο Σακκά στους πρώτους ρόλους. Βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1978.