Ζοφερό προβλέπεται να είναι το μέλλον στην Αθήνα εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Σύμφωνα με εργασία ερευνητών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), ο χρόνος έκθεσης των κατοίκων της πρωτεύουσας σε συνθήκες στρες λόγω ζέστης αναμένεται να διπλασιαστεί μέχρι το τέλος του αιώνα.
Εάν η έκλυση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα δεν ανακοπεί δραστικά, τις επόμενες δεκαετίες οι καλοκαιρινοί μήνες στην πόλη θα συνοδεύονται από έντονη δυσφορία και όλα αυτά, ενώ σύμφωνα με τις μετρήσεις του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, ο εφιάλτης έχει ήδη αρχίσει: Ο Ιούλιος του 2023 ήταν ο θερμότερος που έχει καταγραφεί στην Αθήνα τα τελευταία 160 χρόνια…
Όπως προκύπτει από την έρευνα, ενώ οι κάτοικοι της Αθήνας ήταν εκτεθειμένοι σε συνθήκες θερμής επιβάρυνσης κατά μέσο όρο σε ποσοστό 16,3% του συνολικού χρόνου της 30ετίας 1975 – 2004, με βάση το ακραίο σενάριο για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στο μέλλον (RCP8.5) και σύμφωνα με το κλιματικό μοντέλο RCA4-MOHC, το ποσοστό αυτό αναμένεται να αυξηθεί ως το 2058 σε 21,92% – σχετική αύξηση περίπου 35% – και ως το τέλος του αιώνα σε 30,89%, που αντιστοιχεί σε σχετική αύξηση σχεδόν 90%.
Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν ως περίοδο αναφοράς την 30ετία 1975 – 2004 και αξιοποίησαν προσομοιώσεις κλιματικών μοντέλων, με σκοπό να διαπιστώσουν ενδεχόμενες μεταβολές στην ψυχρή και στη θερμή επιβάρυνση που θα δεχτεί η πόλη ως το τέλος του αιώνα.
Σύμφωνα με τα ευρήματά τους, η μεγαλύτερη επιδείνωση αναμένεται να σημειωθεί κατά τη θερινή περίοδο, ακολουθούμενη από την άνοιξη, ενώ παράλληλα θα μειωθεί o χρόνος έκθεσης σε ψυχρές συνθήκες κατά τον χειμώνα. Ακόμη και με βάση το μετριοπαθές σενάριο για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στο μέλλον (RCP4.5) – το οποίο είναι αμφίβολο αν θα καταφέρει να εφαρμοστεί – αναμένεται αύξηση της θερμικής επιβάρυνσης σε απόλυτες τιμές κατά 4%, δηλαδή σχετική αύξηση κατά 27%.
Για την έρευνα χρησιμοποιήθηκαν δύο σενάρια εξέλιξης συγκέντρωσης αερίων θερμοκηπίου της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή: το σενάριο RCP4.5 που υποθέτει χαλαρές πολιτικές μείωσης των αερίων θερμοκηπίου, με κορύφωση των εκπομπών τους περί το 2040 και σταδιακή μείωση εκπομπών CO2 μετά το 2045 – ώστε το 2100 τα επίπεδα εκπομπών να είναι περίπου στο μισό του 2050 – και το RCP8.5, που αποτελεί το πλέον απαισιόδοξο, αλλά όχι απίθανο σενάριο κατά το οποίο οι εκπομπές αερίων τελούν πρακτικά ανεξέλεγκτες λόγω της αδιάκοπης αύξησης του πληθυσμού, της ζήτησης ενέργειας και της καύση ορυκτών καυσίμων.
Περισσότεροι καύσωνες
Οι ερευνητές που συμμετείχαν στη μελέτη, δρ Γιώργος Καταβούτας, δρ Δήμητρα Φουντά, διευθύντρια Ερευνών ΕΑΑ, δρ Κωνσταντίνος Βαρώτσος και δρ Χρήστος Γιαννακόπουλος, διευθυντής Ερευνών ΕΑΑ, χρησιμοποίησαν τον βιοκλιματικό δείκτη UTCI (Universal Thermal Climate Index), ο οποίος λαμβάνει υπόψη τη θερμοκρασία του αέρα, την υγρασία, την ταχύτητα του ανέμου και την ηλιακή ακτινοβολία για τον υπολογισμό της θερμική επιβάρυνσης που δέχεται ο ανθρώπινος οργανισμός, δηλαδή το στρες λόγω ζέστης ή λόγω ψύχους.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, κατέληξαν στο ότι «ο χρόνος έκθεσης σε συνθήκες θερμής επιβάρυνσης στην Αθήνα αναμένεται να αυξηθεί σε απόλυτες τιμές από +4% έως +15% με βάση το κλιματικό μοντέλο RCA4-MOHC και από +3% έως +10% με βάση το κλιματικό μοντέλο RCA4-MPI ανάλογα με το σενάριο εκπομπών που υιοθετείται και την περίοδο που εξετάζεται.
Παράλληλα, η προβλεπόμενη μείωση στη συχνότητα εμφάνισης συνθηκών ψυχρής επιβάρυνσης κυμαίνεται περίπου από -4% έως -6% στο εγγύς μέλλον (2029 – 2058) και από -4% έως -13% στο απώτερο μέλλον (2069 – 2098) σε σύγκριση με την περίοδο αναφοράς» ανάλογα με το σενάριο εκπομπών που υιοθετείται και το επιλεγμένο κλιματικό μοντέλο.
«Δυστυχώς μέχρι τώρα έχει αποδειχθεί ότι οι προβλέψεις των μοντέλων είναι συντηρητικές – η πραγματικότητα είναι πολύ χειρότερη. Αυτά που περιμέναμε να γίνουν το 2040 τα ζούμε σήμερα, σε επίπεδο συχνότητας και διάρκειας καυσώνων και αύξησης της μέσης θερμοκρασίας γενικότερα. Ειδικά η Αθήνα δέχεται ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση λόγω της αστικής θερμικής νησίδας, η οποία επιδεινώνει τις συνθήκες κατά τις νυχτερινές κυρίως ώρες. Το δομημένο περιβάλλον απορροφά την ηλιακή ακτινοβολία κατά τη διάρκεια της ημέρας και την εκπέμπει σε μορφή θερμότητας τη νύχτα», λέει η δρ Δήμητρα Φουντά.
Συγκριτικά με άλλες πόλεις
Παρά τα δυσοίωνα ευρήματα, οι ερευνητές εκτιμούν ότι συγκριτικά με άλλες πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης (Βιέννη, Ρότερνταμ) και της Βόρειας Ευρώπης (Ελσίνκι) έως το τέλος του αιώνα σε ετήσια βάση η Αθήνα θα εξακολουθήσει να υπερτερεί στη συχνότητα εμφάνισης συνθηκών θερμικής άνεσης.
Η αξιολόγηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στα επίπεδα θερμικής επιβάρυνσης στην πόλη της Αθήνας πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του «Εθνικού Δικτύου για την Κλιματική Αλλαγή – CLIMPACT» και συνεχίζεται.